H τέχνη µπήκε στη ζωή µου όταν, ενώ ήμουν φοιτητής στην Πάντειο, με την προοπτική να συνεχίσω τις σπουδές μου στη Νομική –για δικηγόρο με προόριζε η οικογένειά μου διότι ο αδελφός τού πατέρα μου ήταν διάσημος νομικός των Τρικάλων -, έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο για τον Βαν Γκογκ. Τα πρώτα μου έργα ήταν τα πορτρέτα των κοριτσιών που έκανα παρέα στη γειτονιά. Εφτιαξα κι ένα πρόχειρο καβαλέτο και πήγαινα για ζωγραφική στα ωραία μέρη της Αττικής. Σε μια παρέα αντάμωσα έναν Γιαννιώτη, τον μετέπειτα καλό μου φίλο Σταύρο Μπαλτογιάννη, φοιτητή στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, που μου έβαλε την ιδέα να πάω στη σχολή. Εγώ όμως ήθελα να γίνω σαν τον Βαν Γκογκ, αυτοδίδακτος καλλιτέχνης. Κάποια στιγμή αποφάσισα να δώσω εξετάσεις χωρίς να κάνω προκαταρκτικά μαθήματα. Είχα μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου. Πέτυχα μεν, αλλά ήμουν ο τελευταίος επιλαχών. Κι η τύχη τα έφερε έτσι ώστε, όταν αποφοιτούσα δόθηκαν δύο βραβεία. Το ένα το πήρε ο Μπαλτογιάννης –ο οποίος είχε διακόψει τις σπουδές του για να εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις κι έτσι βρεθήκαμε στις ίδιες σειρές –και το άλλο εγώ!
Είχα πάντα µια στάση τρυφερή και ποιητική απέναντι στη ζωή. Εγραφα ποιήματα και μάλιστα ήμουν μέλος σε έναν σύλλογο όπου διάβαζε ο καθένας τα ποιήματά του. Οταν ήρθε η σειρά μου, ένας κακεντρεχής κριτικός λογοτεχνίας που ήταν στην παρέα σηκώθηκε και φώναξε: «Τι είναι αυτά; Απαράδεκτα! Ενας κακοχωνεμένος Καβάφης!». Με αποθάρρυνε και κάπως έτσι αποφάσισα να ακολουθήσω τον δρόμο της ζωγραφικής. Μέσα μου όμως υπήρχε και μια κρυφή αγάπη για τη γλυπτική με την οποία εξακολουθώ να ασχολούμαι. Φανταστείτε το κάπως σαν να είναι η ζωγραφική η σύζυγος και η γλυπτική η ερωμένη. Κι εξακολουθώ να έχω πάντα την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα μπορέσω να κάνω πιο πλήρες το όραμά μου για τη γλυπτική.
Δεν είχα κατασταλάξει στο τι επιδιώκω κάνοντας ζωγραφική. Είχα ακούσει πολλούς ζωγράφους να δηλώνουν «ζωγραφίζω για να ζωγραφίζω», αλλά αυτό εμένα δεν μου άρεσε. Πέντε χρόνια μετά τις σπουδές στη σχολή αναρωτήθηκα για ποιον λόγο ζωγραφίζω και τι θέλω να κάνω ζωγραφίζοντας. Κι εκεί έβγαλα ως συμπέρασμα ότι ο προορισμός μου ήταν να εισπράξω με τον δικό μου τρόπο τη ζωή της εποχής μου κι αυτή τη ζωή να την εκφράσω πάντα με κέντρο το ανθρώπινο στοιχείο.
Οταν δουλεύω, δεν κριτικάρω το έργο που κάνω. Εκείνη την ώρα δίνω έναν αγώνα προσωπικό με την άσπρη επιφάνεια του τελάρου. Για μια περίοδο μάλιστα περνούσα ένα χρώμα στο τελάρο ως υπόστρωμα για να μην έχω μπροστά μου το λευκό και με τρομάζει. Οταν τελειώνω το έργο, τότε το κρίνω. Και δεν αρκούμαι στη στιγμιαία κριτική, αλλά το βλέπω και το ξαναβλέπω και το κριτικάρω διαρκώς, διότι στο έργο, πέρα από την επιφάνεια, αυτό που βλέπουμε, πίσω του κρύβονται η αγωνία και ο αγώνας του καλλιτέχνη. Το τελικό αποτέλεσμα είναι μια πόρτα που σου ανοίγεται να δεις πίσω από αυτό το έργο, να δεις τι ήταν αυτό που ήθελες να κάνεις.
Δεν αναζητώ γύρω µου αφορµές και ιδέες για το τι πρέπει να κάνω. Εχω μέσα μου έναν πολύ μεγάλο κόσμο με πολλές λεπτομέρειες και προσπαθώ να τον εκφράσω. Ταυτοχρόνως παρακολουθώ στενά την επικαιρότητα. Δεν είμαι από τους καλλιτέχνες που πάνε σε ένα βουνό για να ζωγραφίσουν. Θέλω να βρίσκομαι μέσα στο κοινό, να λειτουργώ σαν το κοινό, αλλά να συμπεριφέρομαι ως καλλιτέχνης.
Η πολιτική έπαιξε µεγάλο ρόλο στη ζωή µου διότι ανήκω σε μια οικογένεια που κατά λάθος ήταν πολιτική. Ο παππούς μου, στον οποίο οφείλω πολλά διότι ήταν ένας από τους ανθρώπους που με μεγάλωσαν καθώς δεν είχα γονείς από πολύ μικρή ηλικία, ήταν δάσκαλος και μάλιστα πολύ αυστηρός. Ακόμη έχω ένα σημάδι από χτύπημα με τον χάρακα που μου έριξε ενώ ήμουν μαθητής των πρώτων τάξεων του δημοτικού. Τον προσέγγισε, λοιπόν, επιτροπή αγροτών, αγράμματων ανθρώπων από τον θεσσαλικό κάμπο και του ζήτησαν να τους εκπροσωπήσει, να γίνει βουλευτής. Και βγήκε έξι φορές.
Δεν έκρυψα ποτέ τις πολιτικές µου απόψεις υπέρ της Αριστεράς ακόµη και σε δύσκολες εποχές. Επιμένω ότι είμαι πολιτικό ον. Σήμερα όμως για ποια Αριστερά μιλάμε όταν έχουμε στην ίδια κυβέρνηση τον Τσίπρα και τον Καμμένο; Σχιζοφρένεια! Οταν εμφανίστηκε ο Τσίπρας, πριν ακόμη κατέβει ως υποψήφιος δήμαρχος της Αθήνας, ήμουν ενθουσιασμένος μαζί του. Οταν έγινε αρχηγός της Αριστεράς, είπα «επιτέλους η Αριστερά θα παίξει τον σωστό της ρόλο». Σήμερα δεν αισθάνομαι απλώς τεράστια απογοήτευση από την εικόνα της Αριστεράς, αλλά θλίψη και απελπισία.
Επηρεάζοµαι πάρα πολύ από τη βαθύτερη ουσία της εποχής μου, είτε είναι ευχάριστη είτε είναι σκληρή. Γι’ αυτό υπάρχει μια περίοδος στη δουλειά μου που σχετίζεται με τα κρεματόρια και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ηταν τόσο σκληρή δουλειά που, όταν έφτανα να πω ότι το τελείωσα το έργο, το γύριζα ανάποδα για να μην το βλέπω διότι με πλήγωνε.
Εχω καταστρέψει πάµπολλα έργα µου κι έχω μετανιώσει για ορισμένα που κατέστρεψα. Καταστρέφω το έργο που δεν αποδίδει τη βασική μου στάση για ποιον λόγο κάνω ζωγραφική: να συλλάβω το βαθύ νόημα της εποχής που ζω και να το εκφράσω σαν ένα κομματάκι μέσα στη φοβερή συνέχεια της τέχνης που ξεκινά από τα σπήλαια και κανείς δεν ξέρει πού μέλλει να φτάσει. Τώρα καταστρέφω λιγότερα διότι προετοιμάζω τη δουλειά κι η δουλειά εξελίσσεται μόνη της.
Δουλεύω διπλάσια τώρα σε σύγκριση με τα νεανικά και κάπως ώριμα χρόνια μου, που δεν είχα πολύ πάθος. Ισως να οφείλεται στο γεγονός ότι έχω υποτάξει τη δύναμη των υλικών ως ξεχωριστή υπόσταση από τις ιδέες μου για τη ζωγραφική. Διότι το χρώμα και τα πινέλα δεν πρέπει να σε ξεγελάσουν και να αρκεστείς στο τι λένε αυτά.
Η απήχηση που έχει η δουλειά µου στον κόσµο –κι έχω διαπιστώσει ότι το έργο μου έχει εισχωρήσει σε ευρύτατες μάζες του ελληνικού λαού και λίγο στο εξωτερικό –οφείλεται στο ότι κατάφερα, όπως πιστεύω, να ανοίξω μια μικρή πόρτα στους θεατές. Οι περισσότεροι κοιτάζουν την επιφάνεια ενός πίνακα και λένε αν τους αρέσει ή όχι. Δεν αρκεί όμως αυτό. Το από μέσα και το από κάτω ενός έργου είναι τρομακτικά δύσκολο να το γευτούν. Δεν μπορούν να εισχωρήσουν σε βάθος. Κάποτε έκανα αφηρημένη τέχνη και τότε αναρωτήθηκα τι καταλαβαίνει ο θεατής από το έργο αυτό. Ακόμη και μερικοί ζωγράφοι δεν μπορούν να καταλάβουν τι δείχνεις κι αν αυτό που έχουν απέναντί τους είναι τέχνη ή όχι. Γι’ αυτό έκανα μια σειρά από νεκρές φύσεις. Τότε με κατηγόρησαν ότι γυρίζω πίσω. Δεν ήταν έτσι όμως. Ηθελα να πείσω ένα κοινό να δει τι υπάρχει πίσω από αυτό που κάνω.
Η επιβράβευση αυτού που κάνεις δεν αρκεί να είναι εξωτερική. Πρέπει να σε επιβραβεύσει ο εαυτός σου, διαφορετικά δεν βιώνεις την ολοκλήρωση. Εχεις την ιδέα ότι ναι μεν κατάφερα αυτά, αλλά πάντα μου λείπουν κι άλλα, περισσότερα.
Εχω ζηλέψει πάμπολλα έργα του Ελ Γκρέκο διότι τα έργα του συγκεντρώνουν τέλεια δεξιοτεχνία, απόδοση της πνευματικότητας των εικονιζόμενων μορφών και μια μαγεία που δεν μπορώ να την εξηγήσω. Εχω επίσης ζηλέψει τον Πικάσο διότι έχει ένα θάρρος ανανέωσης της ζωγραφικής. Και τον Σεζάν επειδή έχει κάτι που ή το υιοθέτησα από αυτόν ή το είχα μέσα μου: την τελειότητα στην εκτέλεση ενός πίνακα. Κι αυτό είναι το μειονέκτημά μου στη ζωγραφική: η τάση μου για την τελειότητα.
Εχω µετανιώσει που ενώ μου δόθηκε η ευκαιρία μετά την κρατική υποτροφία να μείνω στο Παρίσι, που ήταν η καρδιά της τέχνης του κόσμου, δεν έμεινα για συναισθηματικούς λόγους.
Φοβάµαι τις μεγάλες κι ατέλειωτες αρρώστιες που η κοινωνία δεν έχει καταφέρει να γιατρέψει.
Οι ιστορικοί τέχνης του μέλλοντος θα ήθελα να γράψουν δίπλα στο όνομά μου: Υπηρέτησε τα προβλήματα της ζωγραφικής με πολλή αφοσίωση και πίστη κι άφησε ένα μικρό κομμάτι στην Τέχνη που συνδέεται με το παρελθόν και μας ανοίγει δρόμους για το μέλλον.