Αν το θέατρο είναι πρωτάθλημα, τότε η Ανθή Ευστρατιάδου και ο Κωνσταντίνος Μπιμπής τη φετινή σεζόν συμπεριλαμβάνονται σίγουρα στην all star ομάδα του. Οι δύο νέοι ηθοποιοί είναι οι αποδέκτες των Βραβείων Μερκούρη και Χορν, διακεκριμένοι για τις ξεχωριστές ερμηνείες τους σε περσινές παραστάσεις. Εκείνη θα κρατήσει για έναν χρόνο την καρφίτσα της Μελίνας Μερκούρη ως επιβράβευση για τον ρόλο της στο έργο «Ο αδαής και ο παράφρων» του Τόμας Μπέρνχαρντ που ανέβηκε στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου και στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα. Εκείνος θα φορέσει τον σταυρό του Δημήτρη Χορν ως ενθύμηση για τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στο έργο «Το δέντρο του Οιδίποδα» της ομάδας Ιδέα, σε σκηνοθεσία Κώστα Γάκη, που παρουσιάστηκε στο θέατρο Θησείον.
Τώρα που έχουν περάσει κάποιες ημέρες από τη βράβευσή σας και ο αρχικός ενθουσιασµός έχει υποχωρήσει, πώς αντιμετωπίζετε τη διάκρισή σας;

Ανθή Ευστρατιάδου: Δεν τη σκέφτομαι ιδιαίτερα. Τη βλέπω σαν τα γενέθλια: η γέννησή σου μένει πολλά χρόνια πίσω, αλλά κάποια στιγμή σε γιορτάζουν. Η παράσταση έχει τελειώσει, έχει παρέλθει το διάστημα που προσπαθούσες μαζί με τους υπόλοιπους να είσαι εκεί και να μπορείς να επικοινωνείς το κείμενο. Οπότε έχει τελειώσει και είναι σαν μια γιορτή για την παράσταση.
Κωνσταντίνος Μπιμπής: Κι εγώ κάπως έτσι το βλέπω. Ηταν μια πολύ ωραία στιγμή, μια ωραία μέρα, και οι μέρες που ακολουθούν είναι πολύ ωραίες που όλοι σου δίνουν συγχαρητήρια. Ανθρωποι που σε θυμούνται στο facebook ή στο κινητό σου, συμμαθητές σου από το δημοτικό. Και όντως ήταν σαν γιορτή. Μετά τη βράβευση πήγα στο στέκι μου με όλους τους συνυποψηφίους και τους φίλους τους και πίναμε μέχρι τις 5 το πρωί, σαν γενέθλια.
Αλλαξε κάτι στην καθημερινότητά σας μετά τα βραβεία;

Κ.Μ.: Για μένα δεν έχει αλλάξει κάτι, με την έννοια ότι έχω και την ομάδα μου, έχουμε το θέατρό μας πια. Είναι και νωρίς βέβαια ακόμα. Δεν ξέρω ποιο τηλέφωνο μπορεί να χτυπήσει τις επόμενες ημέρες.
Α.Ε.: Δεν αισθάνομαι να έχει αλλάξει κάτι. Η αλήθεια είναι πως για κάποιους ανθρώπους έχει βαρύτητα το βραβείο, οπότε μπορεί να χτυπήσει παραπάνω το τηλέφωνο.
Κ.Μ.: Βρίσκεσαι με έναν τρόπο στο κέντρο της προσοχής του θεατρικού κόσμου. Αυτό από μόνο του έχει ένα όφελος ότι κάποιοι άνθρωποι δεν σε ξέρουν και θέλουν να μάθουν εσένα και τη δουλειά σου.
Α.Ε.: Σε παίρνουν για συνεντεύξεις κι αυτό είναι μια αλλαγή. Και όλο αυτό γίνεται σε σύντομο χρονικό διάστημα, απανωτά. Δεν είναι αυτό που έχει μια περιοδικότητα και σχετίζεται με τις παραστάσεις. Αλλά αυτό, από την άλλη, είναι κάτι που γνωρίζω την ημερομηνία λήξης του γιατί του χρόνου θα έρθει κάποιος άλλος νικητής και μετά κάποιος άλλος και μετά κάποιος άλλος. Δεν έχει για μένα τόση βαρύτητα το ότι βρίσκομαι στο επίκεντρο της προσοχής γιατί ανά πάσα στιγμή αυτό αλλάζει. Δεν αισθάνομαι «α, εντάξει, τώρα είμαστε καλά». Οχι με αγωνία «Χριστέ μου, αύριο τι θα γίνει». Υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι, ούτως ή άλλως, πολύ καλοί που μπορεί να μην έχουν πάρει βραβεία, ώς έναν βαθμό είναι μια συγκυρία.

Μπορεί ένας νέος ηθοποιός στην Ελλάδα της κρίσης να εξαργυρώσει πραγματικά μια τέτοια διάκριση;

Κ.Μ.: Δεν νομίζω πως για την Ελλάδα έχει κανένα νόημα να σκεφτούμε πώς θα εξαργυρώσουμε το βραβείο. Χάρηκα όπως όταν ήμουν παιδί κι έπαιζα τένις και έπαιρνα ένα βραβείο. Ετσι είναι μια χαρά για ένα βραβείο. Οταν μπαίνεις μετά σε σκέψεις για το πώς θα το χρησιμοποιήσω, στο δικό μου μυαλό χάνει λίγο τη χαρά.
Α.Ε.: Σίγουρα δεν έχει υπολογισμό. Δεν το βλέπεις με στρατηγική. Σου συμβαίνει κάτι, οπότε κινείσαι μ’ αυτό. Και εξαρτάται από το τι θέλει ο καθένας και ποια είναι η οπτική του πάνω στο επάγγελμα. Αν κάποιος θέλει πολλή προβολή, προφανώς εκεί θα σταθεί. Αν κάποιον τον ενδιαφέρει η εξέλιξή του μέσα στο επάγγελμα, ανάλογα με τις ευκαιρίες που θα του δοθούν θα επιλέξει τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Και το ενδιαφέρον του θα είναι μέσα στη δουλειά, τι κάνει και πώς εξελίσσεται. Αλλά δεν νομίζω ότι κανείς έχει στρατηγική –ανάλογα με το πώς το διαχειρίζεται, βγάζει και την προσωπικότητά του.
Και οι δυο σας ξεχωρίσατε μέσα από μικρότερες παραγωγές οι οποίες φάνηκε πως είχαν απήχηση στο κοινό. Θεωρείτε πως αυτό το γεγονός δείχνει κάτι για σας ως καλλιτέχνες;

Α.Ε.: Αν δείχνει κάτι, είναι η επιθυμία μου να δουλεύω σε παραστάσεις που με αφορούν, με ανθρώπους που με εμπνέουν και να γίνονται παραστάσεις για τις οποίες θα αισθάνομαι υπερήφανη μ’ έναν τρόπο.
Κ.Μ.: Εγώ το 2014 ήμουν υποψήφιος για το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα για 2» που ήταν δουλειά της ομάδας μας. Τώρα πήρα το βραβείο πάλι με τη δουλειά της ομάδας μας, οπότε αυτή η ομάδα είναι το σπίτι μου, οι φίλοι μου, η οικογένειά μου. Εκεί θέλω να ‘μαι κι ελπίζω να είμαι για πολλά χρόνια ακόμα.
Δουλεύετε πολύ σε οµάδες και δείχνετε να είστε ομαδικοί παίκτες. Είναι τελικά μια επιλογή που σας ταιριάζει αυτή;

Α.Ε.: Εμένα ήταν επιθυμία μου βγαίνοντας απ’ τη σχολή να μπω σε συνθήκη ομάδας κι έτυχε ο καθηγητής μου να με καλέσει στην ομάδα που είχε. Εμεινα εκεί πολλά χρόνια ακριβώς γιατί πίστευα ότι με προχωρά πολύ καλλιτεχνικά και γιατί πίστευα πολύ στο καλλιτεχνικό τους έργο.
Κ.Μ.: Εγώ με το που τελείωσα τη σχολή βρέθηκα με τον Κώστα Γάκη και μετά βρέθηκε και η Αθηνά Μουστάκα στον δρόμο μας και κολλήσαμε. Φτιάξαμε αυτήν την ομάδα κι έκτοτε έχει γίνει το σπίτι μας, το καταφύγιό μας, από το οποίο βγαίνουμε κιόλας. Παίρνουμε πράγματα και από άλλους και τα φέρνουμε πίσω στη φωλιά μας. Είναι μια τέχνη το θέατρο όπου δεν γίνεται να είσαι μόνος σου. Οπως είπε και η Ανθή, επεκτείνεται. Δηλαδή εμείς τώρα που έχουμε το θέατρο, η ομάδα πια έχει επεκταθεί. Για παράδειγμα, η καθαρίστριά μας, η κυρα-Γεωργία, λειτουργεί και πολύ ψυχοθεραπευτικά στον χώρο. Αν δεν υπάρχει ένα κλίμα σύμπνοιας και σύμπλευσης, δεν πάει καλά το πράγμα.
Α.Ε.: Υπάρχει μια επένδυση στις ομάδες, εκτός του ότι με επέλεξε κάποιος για μια παράσταση, να είμαι καλός, να μπορώ να επικοινωνήσω με τον σκηνοθέτη, τους συναδέλφους, να καταλάβω τι μου ζητείται να κάνω. Στις ομάδες υπάρχει μια επένδυση πολύ προσωπική ακριβώς γιατί πιστεύει ο ένας τον άλλον. Είναι ο τρόπος που έχει επιλέξει ο ένας τον άλλον. Και να μην έχει συμβεί αυτό, έχεις αποδεχτεί τη συνθήκη στην οποία βρίσκεσαι, με τα θετικά της και τα αρνητικά της, γιατί δεν είναι μια συνθήκη εύκολη. Σου παρέχει έναν χώρο ασφάλειας στον οποίο μπορείς να εξερευνήσεις μ’ έναν τρόπο τα εργαλεία σου, ο καθένας απ’ τη δική του πλευρά και να προχωρήσεις. Μπορεί να σε πάει και σε πράγματα πίσω επίσης, όπως κάθε συνθήκη εργασίας. Απλά εκεί έχεις τη δυσκολία ότι συνεργάζεσαι συχνά με τους ίδιους ανθρώπους και άρα πρέπει να φροντίσεις τη σχέση όπως φροντίζεις τις σχέσεις της ζωής σου. Γιατί καταλήγει να είναι σχέση ζωής.
Δεν σας αποτρέπει η ομαδική δουλειά απ’ το να δουλέψετε σε άλλες παραστάσεις ανεξάρτητα;

Κ.Μ.: Επειδή τουλάχιστον έχουν πάει καλά οι δουλειές μας κι έχουμε κι αυτή την ασφάλεια, η ομάδα μού έχει δώσει την ευκαιρία να επιλέγω τι θα κάνω έξω απ’ αυτήν. Εχοντας μάθει να δουλεύω σε ομάδα, δεν σημαίνει ότι δεν θα δουλεύω αλλού. Κάποιοι σκηνοθέτες εμπνέουν κλίμα ομαδικό στην πρόβα κι αυτό είναι πολύ όμορφο. Εγώ δυσκολεύομαι λίγο να λειτουργήσω σε άλλη συνθήκη. Οπως στη συνθήκη του παντοκράτορα σκηνοθέτη που είμαστε εργαλεία του. Θα έπρεπε να μπορούσα.
Α.Ε.: Δεν υπάρχει «πρέπει» σ’ αυτές τις συνθήκες. Εγώ επειδή κάθησα πολλά χρόνια στην ομάδα και δεν έκανα πολλά μπες-βγες, όταν σταμάτησε να υπάρχει, αναρωτιόμουν αν θα μπορέσω να υπάρξω σε άλλες συνθήκες. Και στην αρχή με είχε πιάσει τεράστιο άγχος, αλλά μετά μπορεί και να σε απελευθερώσει πολύ. Γιατί μετά εγώ βίωσα το πώς αλλάζει η συνθήκη από δουλειά σε δουλειά και άρα σου δίνεται η δυνατότητα να έρχεσαι σε επαφή και με άλλους ανθρώπους, να γνωρίζεις άλλους τρόπους δουλειάς, να δυσκολεύεσαι κάποιες στιγμές πάρα πολύ κι άρα να καλείσαι να αντεπεξέλθεις στις εκάστοτε δυσκολίες. Εχει κι αυτό την ομορφιά και τη γοητεία του. Ωριμάζεις δηλαδή μέσα απ’ αυτό μ’ έναν τρόπο.