Είχα ασχοληθεί και πριν από χρόνια με το έργο του Εντουαρντ Αλμπι «Τρεις ψηλές γυναίκες» όταν πρωτοπαίχτηκε στην Αθήνα σε σκηνοθεσία Ανδρέα Βουτσινά. Τώρα που από τη Θεατρική Εταιρεία Πράξη και στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας ξαναπροσεγγίζεται θα προσπαθήσω να το εξετάσω από άλλη οπτική σκοπιά, για τον αυτονόητο λόγο ότι τα σημαντικά κείμενα και όχι μόνο του θεάτρου (από τα αρχιτεκτονικά έργα έως τα ποιητικά και τα εικαστικά) προβάλλουν άλλες όψεις, αφού έτσι κι αλλιώς, ως σπουδαία, είναι πολύεδρα πρίσματα.
Ο Αλμπι, ο μείζων αυτός σκηνικός ποιητής, που άφησε πρόσφατα τον μάταιο αυτόν κόσμο, στα περισσότερα έργα του αποπειράται, παραπέμποντας δημιουργικά στη μεγάλη δραματουργική παράδοση του Ιψεν, του Στρίντμπεργκ και του Τσέχοφ, ενώ παράλληλα νιώθει σαν συνέχεια του Ο’ Νιλ. Και εδώ ας σταθώ για λίγο. Η ιστορία του θεάτρου, τουλάχιστον του μεγάλου θεάτρου, είναι μια αλυσίδα αλληλεγγύης και μια σκυταλοδρομία των μαστόρων μιας συντεχνίας που παραδίδουν η μια γενιά στην άλλη τα εργαλεία της συνήθως βελτιωμένα, πάντως διαφοροποιημένα, αφού προσαρμόζονται κάθε φορά στις συνθήκες, στα ήθη, στις κυρίαρχες ιδέες, στους φόβους και στις ελπίδες κάθε εποχής.
Ο Αλμπι εστίασε τη δραματουργία του στις εμμονές μιας κοινωνίας που βίωσε βίαια την πτώση από την ψευδαίσθηση της ευημερίας και της δημιουργικότητας στη διάψευση και την προσγείωση στο ανώμαλο πεδίο μιας κοινωνίας κατάθλιψης και διπολισμού. Ο κόσμος του μεγάλου αυτού συγγραφέα είναι ένας εσμός φοβισμένων, πανικόβλητων, ανισόρροπων, ενοχικών, συμπλεγματικών ανθρώπων που ζουν τη μετάβαση από το αμερικανικό όνειρο στον αμερικανικό εφιάλτη. Μέσα στις συμπληγάδες των κοινωνικών, οικονομικών και ηθικών προκαταλήψεων συνθλίβονται άνθρωποι ανέτοιμοι να αντιμετωπίσουν ακόμη και το ίδιο τους το πρόσωπο στον καθρέφτη. Τρομάζουν με τη μοναξιά, την απομόνωση, την ιδιωτικότητα και συνάμα τον Αλλον και τα πλήθη. Τα πρόσωπα του Αλμπι νιώθουν σαν τα ζώα μέσα στο δάσος που καίγεται. Τρέχουν χωρίς να ξέρουν πού θα βρουν διέξοδο και στον πανικό τους τσαλαπατούν ό,τι βρουν στον δρόμο τους, ακόμη και τη μάνα τους και τα παιδιά τους. Εν τέλει ποιο είναι το κυρίαρχο φόβητρο που τους πανικοβάλλει; Ο χρόνος. Ο βιωμένος χρόνος, ο χρόνος των φθαρμένων σωμάτων, το βαρύ φορτίο του χρόνου πάνω στα αισθήματα, άρα τα στρώματα τα απανωτά της μνήμης και των αναμνήσεων και τα ανολοκλήρωτα σχέδια και οι αναμνήσεις των αποτυχημένων αποπειρών. Τα περισσότερα έργα του Αλμπι διαδραματίζονται, όπως όλο το μεγάλο αστικό θέατρο μετά τον Ιψεν, μέσα σε κλειστά δωμάτια. Ο μεγάλος ανελέητος χρόνος, ο νομοτελειακός νομοθέτης του Σύμπαντος κυριαρχεί παντού στη φύση, στην κοινωνία, στην Ιστορία αλλά συνάμα εισβάλλει σαν σίφουνας μέσα στα περιχαρακωμένα ιδιωτικά καταφύγια και διαβρώνει συνειδήσεις, αφού πριν ερειπώνει σώματα και κατεδαφίζει βιογραφία και ατομικά επιτεύγματα.
Ο Αλμπι σ’ ένα από τα τελευταία του αριστουργήματα, τις «Τρεις ψηλές γυναίκες», φέρνει αντιμέτωπες στη σκηνή τρεις χρονικές ηλικίες της ίδιας προσωπικότητας. Μια γηραιά κυρία «συνυπάρχει» με τον μεσήλικο και τον εφηβικό εαυτό της.
Ο σκοπός αυτής της ιδιοφυούς σύλληψης είναι διττός. Η αιωνόβια κυρία αναπολεί το παρελθόν στα χρόνια του προσωπικού της παρελθόντος, όπου βέβαια συνειδητοποιεί τα λάθη, τις αστοχίες, τις επιπολαιότητες, τους εγωισμούς, τις αρνήσεις, τις προσδοκίες και τις ελπίδες, τις ψευδαισθήσεις και τις διαψεύσεις και από την άλλη οι νεότερες εκδοχές του βίου ατενίζουν το τέρμα του βίου, την κατάντια του σώματος, τις πληγές των χαμένων μαχών και βέβαια τη μοιραία κατάληξη είτε στο άγνωστο είτε στο μηδέν είτε σε μια μέλλουσα άλλη ζωή με άγνωστα και απροσδιόριστα αξιολογικά κριτήρια.
Ο Αλμπι χρησιμοποιεί τα τρία πρόσωπα, τις τρεις ηλικίες ενός βίου όπως τις ρωσικές μπάμπουσκες, τις ξύλινες κούκλες που η μία χωράει μέσα στην άλλη. Ετσι η ευρύτερη χωνεύει τις στενότερες, η μεγαλύτερη τις μικρότερες, η γηραιότερη τις νεότερες. Μία και πολλές, η πολλότητα και η ενότητα. Η παλαιά φιλοσοφική προσωκρατική θεωρία που ξεκίνησε από τον Θαλή που αναζητούσε την πρώτη αιτία, την ουσία από την οποία εκπορεύονται τα πολλά, τα φαινόμενα και συνάμα σ’ αυτό στο οποίο επιστρέφουν. Εν το παν. Και εκ των πάντων το Εν.
Χωρίς τις ιδιοφυείς έρευνες των συγχρόνων μας φυσικών από τον Αϊνστάιν έως τον Χάιζενμπεργκ και τους γενετιστές που έφτασαν έως τη δομή του DNA δεν είναι κατανοητό το εξαίσιο εγχείρημα του Αλμπι. Και σίγουρα δεν είναι απαραίτητο στον μέσο θεατή ούτε να γνωρίζει ούτε καν να υποπτεύεται το βάθος του αλμπινικού τοπίου, όπως δεν γνωρίζουμε τις χημικές ουσίες που περιέχονται μέσα σ’ ένα παυσίπονο ή ένα αντιβιοτικό. Οπως επίσης όταν απολαμβάνουμε ένα γλυκό δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε ούτε τα ποικίλα υλικά ούτε τις αναλογίες των δόσεων ούτε τον χρόνο της κατασκευής ή και του ψησίματος.
Βλέποντας τις «Τρεις ψηλές γυναίκες» βλέπεις και κρίνεις σχέσεις. Και έτσι φτάνουμε στη μοντερνική δραματουργία που έρχεται να συναντήσει στη μέση του δρόμου τη νεωτερική θεολογία, την υπαρξιακή φιλοσοφία και τη γενική κυριαρχούσα στον κόσμο (και στο Σύμπαν;) σχετικότητα και σίγουρα σε μια άτεγκτη διαλεκτική, μια σύγκρουση, για να θυμηθούμε και τον Ηράκλειτο και τον Εγελο και τον Μαρξ και τον Νίτσε των αντιθέτων.
Αυτό μας λέει ο Αλμπι στις «Τρεις ψηλές γυναίκες». Πως ο άνθρωπος στο τέλος του βίου του πιστοποιεί τη διαλεκτική διαδικασία: θέση – αντίθεση – σύνθεση. Η έφηβη (Γάμα) είναι μια θέση που συγκρουόμενη με τη μεσήλικη (Βήτα) συνθέτουν τη γηραιά (Αλφα). Αυτό δεν ισχυρίζεται ο μέγας Ηράκλειτος γράφοντας πως τα νιάτα και τα γηρατειά δεν είναι συναποκλειόμενες έννοιες αλλά μέσα στα νιάτα υπάρχουν τα γηρατειά και τα γηρατειά περιέχουν τα νιάτα; Μέσα στο νεκρό υπάρχει η νέα ζωή και μέσα σε κάθε ζωή φωλιάζει ο μέλλων θάνατος. Τι άλλο εξάλλου λένε και οι μη ευκλείδειες γεωμετρίες όταν αξιωματικά υποστηρίζουν πως ένα σημείο μπορεί ταυτόχρονα να είναι πάνω και κάτω από την ευθεία ΑΒ.
Ας μη μας παγιδεύει η παμπόνηρη στρατηγική του Αλμπι που μας εμφανίζει μια ρεαλιστική τάχαμου σχέση τριών γυναικών που ερίζουν, αγανακτούν, αλληλοσπαράσσονται, αναιρούνται, συνυπάρχουν και απομακρύνονται.
Μας παγιδεύει στη γνωστή οικεία μας και βολική ευκλείδεια αξιωματική: οι παράλληλες ευθείες δεν συναντώνται ποτέ. Η συντομότερη γραμμή μεταξύ δύο σημείων είναι η ευθεία. Οχι λένε οι μη ευκλείδειες γεωμετρίες: οι παράλληλες τέμνονται κάπου στο σφαιρικό Σύμπαν και η συντομότερη γραμμή μεταξύ δύο σημείων είναι ο μέγιστος δυνατός κύκλος που περνάει από τα σημεία.
Αν ένα διαστημόπλοιο ακολουθήσει ευθεία πορεία από τη Γη στον Αρη θα χαθεί στο άπειρο. Κάνοντας τους γνωστούς κύκλους θα φτάσει στον προορισμό του.
Δείτε τις τροχιές που κάνουν οι τρεις γυναίκες του Αλμπι, δείτε πώς η πορεία τους φαινομενικά παράλληλη τέμνεται εν τέλει στο θνητό φινάλε της γηραιάς φάσης τους.
Μη βιαστείτε να χρεώσετε σ’ αυτό το κείμενο σπουδαιοφανή θεμελίωση που σας αφήνει ή αδιάφορους ή απ’ έξω από τη θεατρική γοητεία.
Κανένα σπουδαίο έργο τέχνης, λόγου, εικαστικό, μουσικό, κινησιολογικό, δομικό δεν είναι αθώο. Οι συγγραφείς, παιδιά του αιώνα τους, φέρουν μέσα στα έργα, συνειδητά ή ασυνείδητα, το ιδεολογικό και ηθικό απόθεμα της εποχής τους. Είναι δυνατόν να μην υπάρχει Ηράκλειτος στον Αισχύλο;
Δεν ανιχνεύουμε συνεχώς στον Ευριπίδη το αποτύπωμα των σοφιστών; Διαβάζεται χωρίς τα κλειδιά του Σαρτρ, του Καμί, του Χάιντεγκερ ο Μπέκετ; Δεν χρειάζεται ο μέσος θεατής να τους γνωρίζει, τους υποπτεύεται και αυτή η υποψία τους γοητεύει, τους αναστατώνει και κάνει την απόλαυση ανεπανάληπτη.
Ο αείμνηστος Ερρίκος Μπελιές μετέφρασε έξοχα το έργο και ο Αρης Τρουπάκης σεβάστηκε και τη φόρμα και τον πυρήνα και την ποιότητα των σχέσεων.
Η Μανωλοπούλου υπαινίχθηκε και στον χώρο και στα κοστούμια την απροσδιοριστία του Αλμπι. Ο Αναστασίου φώτισε υπαινιχτικά και καχύποπτα. Οι τρεις σπουδαίες ηθοποιοί κατοίκησαν με κύρος και συνάμα με αοριστία κινήτρων και σκοπών τους ρόλους – ηλικίες – ρευστό χρόνο.
Η Αρβανίτη στην καλύτερη πρόσφατη υπόκρισή της. Επιθετική παραίτηση!
Η Κεχαγιόγλου στέρεη και συνάμα υδαρής συναισθηματικά. Συνείδηση της ματαιότητας των πάντων!
Η νεαρά Νεφέλη Κουρή γεμάτη έπαρση του άδηλου μέλλοντος. Το κουτί της Πανδώρας πριν ανοιχτεί!