Το καμάρι της Θεσσαλονίκης φαινόταν ήδη από τις οθόνες με τα δρομολόγια των αστικών ή τις αφίσες, οι οποίες ανήγγελλαν όχι μόνο την έναρξη της 14ης Διεθνούς Εκθεσης, αλλά και το κεντρικό αφιέρωμα και τις θεματικές: «Η αναζήτηση του Νότου» ως ενιαίου χώρου σε λογοτεχνία, ιστορία ή πολιτική, τα εκατόχρονα της Οκτωβριανής Επανάστασης, τα εξηντάχρονα από τον θάνατο του Καζαντζάκη, αλλά και το Προσφυγικό, το Πολιτιστικό Ετος Ελλάδας – Κίνας, το 4ο Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών, το Φεστιβάλ Μετάφρασης ή η Παιδική Γωνιά. Ηταν μια δίκαιη χαρά: δεκάδες χιλιάδες επισκέπτες θα περνούσαν τις πύλες, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις της διοργάνωσης, δηλαδή 25% περισσότεροι από πέρυσι, και θα παρακολουθούσαν 400 εκδηλώσεις (παρουσιάσεις, πάνελ, εργαστήρια ή δρώμενα), θα επισκέπτονταν περίπτερα 270 εκδοτών ή πολιτιστικών απεσταλμένων (εκ Βελγίου ή Τουρκίας, Γερμανίας ή Ιράν και Καναδά) αλλά και θα κρέμονταν από τα χείλη 530 ομιλητών και 30 καλεσμένων συγγραφέων, μεταξύ των οποίων οι Πασκάλ Μπρικνέρ, Ούτε Κράουζε, Σαντιάγο Ρονκαλιόλο, Ερι ντε Λούκα, Γκουίντο Κόντι, Ζουλφί Λιβανελί, Ζάουμε Καμπρέ ή Ματιάς Ενάρ.
«Ηταν ένα έτος “καμπή”» θα έλεγε απολογιστικά o ομότεχνός τους Γιώργος Σκαμπαρδώνης, χαρακτηρισμός που λίγο ακόμα και θα ταίριαζε και στις υποσχετικές αλλά σαφείς εξαγγελίες της υπουργού Πολιτισμού στη βραδιά των εγκαινίων: «Επεξεργαζόμαστε την ίδρυση νέου, ολιγομελούς και ευέλικτου φορέα πολιτικής βιβλίου» (ιδανικά θα ανακοινωθεί στις αρχές του 2018), ανακοίνωνε μεταξύ άλλων η Λυδία Κονιόρδου, «τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας μετονομάζονται σε Κρατικά Βραβεία Βιβλίου» (και αυξάνονται κατά τέσσερα, που αφορούν κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες, σχετικές μεταφράσεις, εκδοτική σειρά ή εικονογράφηση), αλλά και «σχεδιάζουμε την αναβάθμιση του βιβλιογραφικού εργαλείου της Biblionet» ή, τέλος, «παίρνουμε πρωτοβουλίες για την επαναφορά της ενιαίας τιμής βιβλίου».
Στο περιεχόμενο όμως: παρά την έλλειψη τιμώμενης χώρας, το κεντρικό περί Νότου αφιέρωμα και ελκυστικό ήταν και αρκετοί εκδότες ευθυγράμμισαν αναλόγως τις εκδηλώσεις τους. Σε εκείνη με τίτλο «Η θάλασσα που μας ενώνει», η καθηγήτρια Λουίζα Μαρισόλ Φουέντες περιέγραφε τον ρόλο της Μεσογείου στις πολιτισμικές διακλαδώσεις της Ισπανίας, ενώ ο ποιητής Ανδρέας Καρακόκκινος εξηγούσε πώς η κυπριακή λογοτεχνία έγινε πιο σαρκαστική και οργισμένη μετά το 1974. Στη συζήτηση «Φονταμενταλισμός και λογοτεχνία», ο Γαλλοαλγερινός Σαλίμ Μπασί δεχόταν ότι η λογοτεχνία «είναι ένας τρόπος να ξεπεράσεις τον θάνατο, την εξαφάνιση, το μηδέν που μας περιμένει», τη στιγμή που σε ημερίδα για τον ρόλο των βιβλιοθηκών ακούγονταν ερωτήματα για πιθανές παροχές τους στους πρόσφυγες. Από τα δημοφιλέστερα πάνελ ήταν εκείνο με θέμα την περίφημη δήλωση του Ντεϊσελμπλούμ περί σπαταλών του Νότου «σε ποτά και γυναίκες»: ο Σαντιάγο Ρονκαλιόλο έλεγε ότι οι Ευρωπαίοι «δεν αισθάνονται πια μέρος ενός κοινού πρότζεκτ με όραμα την κοινωνική ελευθερία», ενώ ο Πασκάλ Μπρικνέρ τόνιζε ότι παρά την ύπαρξη κοινών θεσμών «η Ευρώπη ως πολιτιστικό σύνολο δεν υπάρχει και οι σημαντικές αποφάσεις παίρνονται από μια σκιώδη κυβέρνηση». Και ο Μιχάλης Μοδινός, αφού διέβλεπε στη δήλωση του Ντεϊσελμπλούμ μια κόπωση της Ευρώπης, θύμιζε ότι «στους χάρτες της αρχαιότητας ο Βορράς ήταν στο κάτω μέρος του παπύρου».
Αφιέρωμα στο 1917
Εμπλουτισμένη με εικαστικές εκθέσεις ή με προβολή ταινιών, η θεματική με τίτλο «Από έναν Οχτώβρη βορινό και δώθε» περιελάμβανε συζητήσεις για τη Ρωσική Επανάσταση του 1917, με τον πρόεδρο του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού Κωνσταντίνο Τσουκαλά να προτείνει «να την επαναγνώσουμε ως προς τους στόχους κι όχι τα μέσα», τον ιστορικό Βαγγέλη Καραμανωλάκη να υπογραμμίζει ότι συνέβη «στην πιο απίθανη χώρα, την πιο απίθανη στιγμή, δείχνοντας την ενδεχομενικότητα της Ιστορίας» και τον πρόεδρο του ΚΜΣΤ Ανδρέα Τάκη να εστιάζει στις επιρροές των ρώσων πρωτοπόρων στο σύγχρονο ντιζάιν. Οι θεματικές για τον Νίκο Καζαντζάκη και το Πολιτιστικό Ετος Ελλάδας – Κίνας σαν να συναντήθηκαν σε εκδηλώσεις με τίτλο «Κρητικές ματιές στην Απω Ανατολή», ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος περιέγραψε το έργο της Εκκλησίας στην Αφρική, ενώ στον άξονα για το Προσφυγικό (με τίτλο «Μοιραζόμαστε βιβλία – Μοιραζόμαστε πατρίδες») ακούστηκαν ομιλίες, όπως του υπευθύνου του Κέντρου Ημέρας Βαβέλ Νίκου Γκιωνάκη, για ανθρώπους «με μια τεράστια δύναμη απέναντι σε ό,τι τους κάμπτει». Στο Φεστιβάλ Μετάφρασης άκουγες για εξώφυλλα ελληνικών βιβλίων που στις ευρωπαϊκές μεταφράσεις άλλαξαν «ώστε να βγάζουν κάτι από θάλασσα, γυναίκα και επιθυμία», ενώ το 4ο Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών είχε κάμποσα ταλέντα να αναδείξει: η γεννημένη στους Αγίους Σαράντα Ελένη Ντούξη, με την ποιητική συλλογή «Μείον δεκάξι» (Μελάνι), μιλούσε για τη διαρκή αναμέτρησή της με την ελληνική γλώσσα, λίγο αφότου ο Παναγιώτης Κεχαγιάς, με τη συλλογή διηγημάτων «Τελευταία προειδοποίηση» (Αντίποδες), εξηγούσε τη ροπή του στις ιστορίες «που δεν σου εξηγούν τα πάντα, που αναγνωρίζουν την αξία του αναγνώστη στη διαδικασία της ανάγνωσης».
Πολυπληθείς, γεμάτες από ένα κοινό που δεν ήταν στερεοτυπικά βιβλιόφιλο, αλλά περιελάμβανε λογής λογής ηλικίες και αποχρώσεις, ήταν οι ομιλίες των «μεγάλων ονομάτων»: ο Ζουλφί Λιβανελί θυμόταν κάμποσες ιστορίες από την Κωνσταντινούπολη στην παρουσίαση του μυθιστορήματός του «Οτέλ Κονσταντίνιγε» (Πατάκης), ενώ ο Μπρικνέρ, αναφερόμενος στην επίθεση στο περιοδικό «Charlie Hebdo», υπογράμμιζε ότι «έχουμε δικαίωμα να σατιρίζουμε τον χριστιανισμό και τον ιουδαϊσμό, αλλά μόλις στραφούμε στο Ισλάμ, μας λένε ρατσιστές». Ο Καταλανός Ζάουμε Καμπρέ, που θα υπέγραφε για μιάμιση ώρα το ευπώλητο αλλά και απαιτητικό «Confiteor» (Πόλις), υπερασπιζόταν την επιλογή να γράφει στα καταλανικά («στο ισπανικό κράτος δεν προστατεύονται το ίδιο όλες οι γλώσσες») και δήλωνε τη συμπάθειά του σε χαρακτήρες που, ακόμα κι αν τους έχει δουλέψει, «δεν έχουν αποκαλύψει όλα τους τα μυστικά». Ο Ματιάς Ενάρ, συγγραφέας της «Πυξίδας» (Στερέωμα) που το 2015 τιμήθηκε με το Βραβείο Γκονκούρ, χαρακτήριζε τις «Ακυβέρνητες πολιτείες» του Στρατή Τσίρκα ως «απόλυτο αριστούργημα» και παρατηρούσε ότι η ανεκτικότητα «σημαίνει το άνοιγμα προς τον άλλο, γιατί η διαφορά του όχι μόνο δεν με ενοχλεί, αλλά με ενδιαφέρει». Ο Ερι ντε Λούκα, ο ιταλός συγγραφέας και αλπινιστής, που αγαπήθηκε για βιβλία όπως «Το βάρος της πεταλούδας» (Κέλευθος), μιλούσε τόσο για τη δική του πατρίδα («το νευρικό σύστημα των Ναπολιτάνων βρίσκεται μια οκτάβα πάνω) όσο και για μερικές ακόμα: «Περισσότερος Νότος υπάρχει στον κόσμο, παρά Βορράς» έλεγε, καταλήγοντας ότι χρησιμοποιεί το προνόμιο της γλώσσας «για να μιλήσω για όσους περιφρονούνται, να βάλω φωνή σε όσους δεν ακούγονται».
«Μόνο την Πέμπτη είχαμε 63% αύξηση στην επισκεψιμότητα» έλεγε στην κυριακάτικη ενημέρωση ο δημοσιογράφος Μανώλης Πιμπλής, υπεύθυνος σχεδιασμού και υλοποίησης της έκθεσης. Ο κόσμος, συμπλήρωνε, το χάρηκε («υπήρχε κέφι και διάθεση»), οι ξένοι συγγραφείς έμειναν ευχαριστημένοι («ο Καμπρέ σκεφτόταν να ακυρώσει τις υπογραφές λόγω κούρασης, αλλά αναθάρρησε από την προσέλευση») και οι εκδότες τα πήγαν καλά: ενδιαφέρον είναι ότι πουλήθηκαν πολλά δοκίμια, γεγονός που «ίσως οφείλεται σε μια μερίδα συστηματικών αναγνωστών που πείστηκαν να σηκωθούν από τον καναπέ ή ερμηνεύεται ως διαμαρτυρία στα βιβλιοπωλεία που τους επιφυλάσσουν μικρή προβολή». Κατά τα άλλα, ο διεθνής χαρακτήρας της έκθεσης σημαίνει και καλλιέργεια επαφών με εκδότες και ατζέντηδες του εξωτερικού, στοιχείο που δεν αγγίχτηκε πολύ λόγω χρόνου, ανήκει όμως στα επόμενα βήματα της διοργάνωσης. Το πλήθος των εκδηλώσεων μέτρησε τις αντοχές του συστήματος. Για του χρόνου, εκτός από μια πιθανή προσθήκη και τρίτου περιπτέρου, «θα θέλαμε να ανακοινώσουμε την τιμώμενη χώρα, ενώ οι ημερομηνίες ίσως μετακινηθούν», ώστε η έκθεση να συνδεθεί με την Αθήνα ως Παγκόσμια Πρωτεύουσα του Βιβλίου 2018 στα τέλη Απριλίου. Τυχόν επέκταση του ΕΣΠΑ ώς το 2023 θα προσδώσει ευκολία στον προγραμματισμό, ενώ και το Ελληνικό Ιδρυμα Πολιτισμού «έχει πια αναλάβει την έκθεση με ευθύνη».
Συμφωνούσαν άραγε κι οι συμμετέχοντες ή το κοινό, με δεδομένη και τη μείωση της βιβλιοπαραγωγής κατά 30%, την απώλεια των «ασθενών αναγνωστών» ή την ανθεκτικότητα των μεσαίων επιχειρήσεων, για τις οποίες μιλούσε σε σχετική εκδήλωση ο σύμβουλος του ΥΠΠΟ Σωκράτης Καμπουρόπουλος; Ο Βασίλης, ένας συνταξιούχος από την Ξάνθη, που δεν περίμενε «τόσος κόσμος να ενδιαφερθεί για κάτι πνευματικό», πίστευε ότι κάποιες εκδηλώσεις αλληλοεπικαλύπτονταν, επομένως μερικές, όπως εκείνη για τον έναν αιώνα από τη γέννηση του Ερικ Χόμπσμπαουμ, θα μπορούσαν να έχουν μεγαλύτερη διάρκεια και αντίστροφα. Δύο νεαροί γονείς, ο Βαγγέλης και η Ευαγγελία, βρήκαν το πρόγραμμα «ευρύ και πολυσχιδές»: «Ισως η επέκταση της διάρκειας να το αποσυμπίεζε κάπως». Η εκδότρια Αννα Πατάκη έκρινε ότι η διοργάνωση ήταν «πάρα πολύ καλή από άποψη προσέλευσης, οργάνωσης και συμμετοχής συγγραφέων», ότι η πόλη «έχει αγκαλιάσει την έκθεση» ή πως ο διεθνής χαρακτήρας της απαιτεί χρόνο και θα μπορούσε να υλοποιηθεί «και με προσκλήσεις εκδοτών που ενδιαφέρονται και για γλώσσες εκτός από την αγγλική». Ο Κώστας Σπαθαράκης από τους Αντίποδες βρήκε τις εκδηλώσεις του προγράμματος πολλές και ορθολογικά μοιρασμένες («γι’ αυτό και είχαν πολύ κόσμο»), το κοινό καλά ενημερωμένο ή απλώς φιλοπερίεργο, και τις συναντήσεις με ξένους εκδότες και ατζέντηδες (ή την ενημέρωσή τους για τα δημοφιλή βιβλία), όχι ακριβώς θεσμοθετημένες. «Πολλά χρειάζονται, το ότι γίνεται όμως είναι θαύμα» κατέληγε ο συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης. «Η έκθεση ήταν πολύ βελτιωμένη και αισθητικά και από άποψη εξυπηρετήσεων. Ο κόσμος την αγκάλιασε. Επειτα από 14 χρόνια, η έκθεση μέστωσε».