Μια συνηθισμένη φωτογραφία από αυτές που τραβούσαν ως αναμνηστικό στο τέλος της σχολικής χρονιάς. Μόνο που από τη χρονιά εκείνη μας χωρίζουν πλέον ογδόντα χρόνια σχεδόν και δεν γνωρίζουμε πόσοι από τους φωτογραφιζόμενους βλέπουν ακόμη το φως του ήλιου, όπως το έβλεπαν εκείνη την ημέρα μαζί με τον φακό του φωτογράφου. Για έναν μόνο είμαστε σίγουροι ως προς αυτό, ένα από τα κεκαρμένα αγόρια που με βλέμμα σκιερό στρέφονται στον φακό. Ολοι είναι σκυθρωποί. Και τα κορίτσια, παρά τη θερινή ενδυμασία και τα σχεδόν ομοιόμορφα καρέ κομμένα μαλλιά, με τους λευκούς φιόγκους που τα κοσμούν εδώ κι εκεί. Σαφής εξαίρεση δύο από τα αγόρια: κάθονται εκατέρωθεν στις χαμηλές κολόνες που βρίσκονται στην αρχή της σκάλας. Ισως εξαιτίας της εξέχουσας θέσης, του ύψους στο οποίο βρίσκονται, ο ένας πάνω κι από την κεφαλή της δημοδιδασκάλισσας, να αισθάνονται από αυτό και μόνο μια υπεροχή που τους χαρίζει το χαμόγελο. Εξίσου μειδιά και ο εξ ευωνύμων δημοδιδάσκαλος. Σαφώς νέος, με το λευκό άνθος στην μπουτονιέρα. Γαρδένια; Ισως, γιατί η εποχή το επιτρέπει και γιατί η περιοχή επέτρεπε στις γαρδένιες να ευδοκιμούν σε τεράστια βαρέλια αντί για γλάστρες.
Δημοτικό σχολείο Κύμης. Η είσοδος, ως προς το μέγεθος τουλάχιστον, μεγαλειώδης σχεδόν, γιατί τα υλικά δεν αναδεικνύουν μεγαλείο. Στο βάθος της προοπτικής κεντρικά, ανοίγει για το βλέμμα του θεατή η κεντρική πόρτα του σχολείου και, σαν από συγκυρία ή σαν από τη βούληση του φωτογράφου, ένα ακόμη παράθυρο που μας φέρνει αυτόματα στο πίσω μέρος του κτιρίου, μέσα από τα δύο υαλόφρακτα παραλληλόγραμμα. Το φως που έρχεται από εκεί, εξαιτίας της σκίασης του εσωτερικού του κτιρίου που μεσολαβεί, προβάλλει πιο έντονο ανοίγοντας έναν ορίζοντα του οποίου αδυνατούμε να εικάσουμε το περιεχόμενο. Μόνο το φως μάς επιτρέπει να έχουμε πρόσβαση εκεί όπου μας οδηγεί με αρχιτεκτονική ακρίβεια η σκάλα της εισόδου με τις περίπου είκοσι βαθμίδες της. Στις πρώτες άλλωστε από αυτές στέκονται τα λίγο περισσότερα από σαράντα παιδιά αυτής της τάξης, της Γ’ Δημοτικού. Ντυμένα με τα «καλά» τους όπως αρμόζει στην περίσταση. Η σοβαρότητά τους έχει να κάνει ίσως με τη σπανιότητα της συνθήκης της φωτογράφισης. Την εποχή εκείνη η φωτογραφία συνδεόταν με την τελετουργία της κλήσης του φωτογράφου ή της επίσκεψης στο φωτογραφείο.
Αλλά είμαστε στο έτος 1937 ή 1938 και δεν γνωρίζουμε εάν τα πρόσωπα αυτά προαισθάνονται το μέλλον, που θα τα σφραγίσει στη συνέχεια, αφού θα ζήσουν τον πόλεμο από τα μετόπισθεν, ως άμαχος πληθυσμός, με την εξαίρεση του δασκάλου τους, και την Κατοχή στη συνέχεια. Οπωσδήποτε ο αχός των γεγονότων που πλησιάζει έχει φτάσει στο ανατολικό αυτό ακρωτήρι της Εύβοιας και όλοι ελπίζουν να τους προσπεράσει. Ωστόσο τα στρατεύματα Κατοχής, κυρίως τα γερμανικά, θα αποδειχθούν ιδιαιτέρως σκληρά στην περιοχή, εν αντιθέσει με τους ιταλούς φίλους που αντιπροσωπεύουν το πιο ανθρώπινο πρόσωπο της επιβολής. Αυτό θα το ζήσουν στο πετσί τους τα παιδιά κι ας μη φαίνεται ακόμη στη φωτογραφία. Στην ηλικία αυτή, που «καταλαβαίνουν» πλέον, η Κατοχή θα σημάνει το πρόωρο τέλος της παιδικής ηλικίας και θα τους ανοίξει σε βιώματα, στα οποία ο θάνατος θα έχει την πρωτοκαθεδρία.
Μόνο η δασκάλα τους, στα δεξιά, μπορεί με το μαύρο ρούχο της και τη στάση της να ανακαλεί αυτή την επιβολή. Κλασική μορφή που προβάλλει από τον προηγούμενο, γι’ αυτούς, αιώνα με τα πιθανόν πρεσβυωπικά γυαλιά που στίλβουν στιγμιαία στο φως και καθιστούν το βλέμμα της κατά τι πιο σκοτεινό, στέκεται ως δυσοίωνη υπόμνηση. Παρά το όχι και τόσο προχωρημένο της ηλικίας της, αν δει κανείς προσεκτικά το αρυτίδωτο πρόσωπό της, δίνει μια εντύπωση πρεσβύτη, με το μαύρο ρούχο και μια αίσθηση ακαμψίας που έρχεται σε αντίθεση με τη μάλλον ανθηρή και χαλαρή, με το χέρι στην τσέπη του παντελονιού, στάση του συναδέλφου της.
Το δημοτικό σχολείο της Κύμης λειτουργούσε μέχρι πριν από λίγα χρόνια στο ίδιο κτίριο, ατενίζοντας τον ήλιο που ξεμυτίζει από τα πιο μεγάλα βάθη της ανατολής, μέσα από τη θάλασσα, με την ωρολογιακή του ακρίβεια. Είναι το στραφτάλισμα της ζωής στην πρώτη της λάμψη και ασφαλώς στη φωτογραφία βρίσκεται πίσω από την πλάτη του φωτογράφου και του θεατή. Το κτίριο πριν από λίγα χρόνια, αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, κάηκε σε πυρκαγιά και στέκει έκτοτε κουφάρι χωρίς στέγη, με την αυλή μπροστά του να το υπομνηματίζει με τρόπο ακόμη πιο ζοφερό. Εκεί που δεν το έκαψαν ο πόλεμος και τα χρόνια, ενώ θέρισαν τους βλαστούς της φωτογραφίας, το έκανε παρανάλωμα η ανθρώπινη αβελτηρία. Αυτή που συνήθως δεν φαίνεται, αλλά βρίσκεται πάντοτε στον ορίζοντα μιας λειψής πρόνοιας. Και δίνει χώρο στην κάθε είδους καταστροφή. Μετράει κανείς μετά τις απώλειες. Μετράει και τις πορείες, μαζί με όσους έμειναν.
Κι οι επόμενες γενιές στοιχίζονται σε αντίστοιχες φωτογραφίες. Η ζωή άλλοτε θ’ ανθίσει και θα καρποφορήσει κι αλλού θα κόψει πρόωρα το νήμα, ενώ αλλού θα γίνει ένα βάσανο που δεν έχει τέλος. Ομως, πέρα από τις περιστάσεις, που κάποτε είναι περισσότερο και κάποτε λιγότερο ευοίωνες, καθένας θα χαράξει μια πορεία δική του με συγκλίσεις και αποκλίσεις από τους οικείους και τους γύρω, από το ανθρώπινο κοπάδι στο οποίο βρέθηκε. Κάποια στιγμή ο φακός θα τον συλλάβει, όπως εδώ, σε μια ομαδική φωτογραφία. Είναι η στιγμή όπου όλοι ονειρεύονται το μέλλον για να έρθει. Και το μέλλον έρχεται ανάλογα και με τη σπορά του καθενός. Οπως πάντα η παραβολή του σπορέα έχει τον λόγο της. Το χωράφι όπου σπέρνει ο καθένας επίσης. Η Κύμη είναι πια μια ανάμνηση. Φεύγει κανείς για να οργώσει χωράφια και χωράφια, να σπείρει εκεί όπου τα εδάφη είναι γόνιμα. Ομως ο σπόρος είχε βλαστήσει γι’ αυτούς εκεί: στο δημοτικό σχολείο Κύμης.