Ηταν μια παράξενη νύχτα η νύχτα της περασμένης Πέμπτης στη Βουλή.
Μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία ψήφιζε χωρίς πολλές αντιστάσεις ένα βαρύ πλέγμα μέτρων με πλήρη επίγνωση πως αυτό το βάρος θα το αναλάβει μια άλλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία στο μέλλον. Και, ταυτόχρονα, ενώ έριχνε στις πλάτες αυτής της αγνώστου συνθέσεως μελλοντικής πλειοψηφίας ένα τέτοιο βάρος, η σημερινή, υπαρκτή πλειοψηφία των 153 δεν συζητούσε καν γι’ αυτό. Συζητούσε για κάποια «θετικά αντίμετρα» με πλήρη επίγνωση πως αυτά καμιά πλειοψηφία δεν θα έχει μάλλον την ευκαιρία να τα εφαρμόσει στο μέλλον.
Είχε ένταση η συζήτηση στη Βουλή, είχε αντιπαραθέσεις όπως απαιτεί το έθιμο. Αλλά ένα ξενέρωμα ήταν αισθητό στον αέρα. Ανόρεχτη, αμήχανη αντιπαράθεση. Ισως γιατί όσο κι αν υψώνουν τη φωνή ο Αλέξης κι ο Κυριάκος όλοι πια αντιλαμβάνονται πως ο ένας είναι το καλύτερο δώρο στον άλλον.
Αν έχει μία ελπίδα ο Τσίπρας να του βγει κάπως σε καλό η πανωλεθρία της διαπραγμάτευσης, στον Μητσοτάκη στηρίζεται αυτή η ελπίδα. Τουτέστιν: Αν ελπίζει ότι οι δανειστές θα του δώσουν ό,τι αρνήθηκαν να δώσουν στον Σαμαρά –τη μεγάλη συμφωνία, την κάπως πιο συγκεκριμένη περιγραφή της μελλοντικής ελάφρυνσης του χρέους, το QE. Κι αν ελπίζει ότι ύστερα από όλα αυτά οι επενδυτές θα εμπιστευθούν τα ελληνικά ομόλογα ξανά και κάποιες επενδύσεις ίσως αρχίσουν πάλι να συζητούνται, δικαιούται να το ελπίζει μόνο και μόνο επειδή στα μάτια δανειστών και επενδυτών ο Τσίπρας έχει το προνόμιο να διαθέτει διάδοχο –τον Μητσοτάκη, φυσικά –στη διακυβέρνηση, ο οποίος εγγυάται συνέχεια, ομαλότητα, προβλεψιμότητα.
Το ακριβώς αντίθετο από αυτό που ο ίδιος ο Τσίπρας αντιπροσώπευε ως υποψήφιος διάδοχος του Σαμαρά. Σ’ εκείνον δεν έδωσαν τίποτε οι δανειστές επειδή ήθελαν πρώτα να εξημερώσουν τον διάδοχο, να τον καταστήσουν ασφαλές κατοικίδιο.
Ο Τσίπρας, χάρις στον Κυριάκο, δεν διατρέχει τέτοιο κίνδυνο.
Αλλά και ο Κυριάκος, αν έχει μια ελπίδα, εφόσον και όταν κληθεί να κυβερνήσει, να κυβερνήσει αποτελεσματικά και να συνδέσει το όνομά του με μια περίοδο μεταρρυθμίσεων και ανάπτυξης, την ελπίδα αυτή στον Αλέξη κυρίως την χρωστάει. Πρώτον, επειδή αυτός θα έχει αναλάβει να κάνει, ανώδυνα, αναίμακτα, την πιο δύσκολη από τις «βρώμικες δουλειές», που πριν ακόμη από το 1ο Μνημόνιο ζητούσε το ΔΝΤ και που καμία προηγούμενη κυβέρνηση δεν είχε καταφέρει: να μειώσει τη συνταξιοδοτική δαπάνη από 17% του ΑΕΠ πέρυσι σε 13% το 2021. Δηλαδή να την φέρει κοντά στον μέσο όρο της ευρωζώνης. Ο Κυριάκος δεν έχει πια παρά να τηρήσει τη δέσμευση του προκατόχου του. Και να κάνει τα υπόλοιπα με μικρή αντίσταση, αφού το ηθικό βατερλώ της αντιμνημονιακής Αριστεράς θα έχει απονομιμοποιήσει την αντίσταση στις μεταρρυθμίσεις ακόμη και στον πολιτικό βιότοπο όπου αυτές οι αντιστάσεις ήταν ανέκαθεν θηριωδώς ισχυρότερες –μέσα στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας.
Κι ίσως η επίγνωση αυτής της αλήθειας, αυτής της εξάρτησης του ενός από τον άλλον, να έκανε τόσο αμήχανες τις τετριμμένες κορόνες της αντιπαράθεσης των αρχηγών. Τόσο αμήχανες, ώστε να αναρωτιέται κανείς αν άξιζε να υποστεί το προεδρείο της Βουλής τον απόλυτο εξευτελισμό, να προσαρμόσει την κοινοβουλευτική διαδικασία στους σιδερένιους νόμους της τηλεθέασης. Να παραβιάσει τους εθιμικούς κανόνες και την κοινοβουλευτική τάξη, έτσι ώστε η αντιπαράθεση Τσίπρα – Μητσοτάκη να μη συμπέσει με τη μετάδοση του «Survivor» και να κόψει κανένα εισιτήριο παραπάνω…