Μπορεί μεν να φαίνεται αφελώς αφοριστικό, αλλά αποτελεί τη μόνη απάντηση στην αδυσώπητη κατολίσθηση των ημερών. Δηλαδή, επιτέλους την έξοδο από τη βάναυση στενωπό της εθνικής χρεοκοπίας που στερεοτύπως καταγράφεται ως υπέρβαση των Μνημονίων. Βεβαίως, σε τελική ανάλυση αυτά κωδικοποιούν υποχρεώσεις υπερχρεωμένων προς τους ελέω δανειστές, οι οποίοι και υπαγορεύουν επαχθείς κανόνες ώστε να διασφαλίσουν το «λαβείν τους». Αυτοί ανέκαθεν ήταν οι στυγνοί όροι του παιχνιδιού.
Η μόνη λοιπόν προσφερόμενη ρεαλιστική διέξοδος είναι ακριβώς η υποκατάσταση των εισαγόμενων Μνημονίων με ένα δυνάμει «αυτόχθον Μνημόνιο», που θα προνοεί όχι απλώς απόδοση των οφειλομένων προς τρίτους αλλά και:
1. Την εκ θεμελίων δημοσιονομική αναπροσαρμογή κατά τρόπο που θα την εναρμονίζει προς αναγκαιότητες και κυρίως προς εθνικές δυνατότητες.
2. Την αναίρεση των κακοδαιμονιών και των αδυναμιών που οδήγησαν (ή συνέδραμαν) στην πτωχευτική κατιούσα.
Κάτι που φυσικά δεν απέρρευσε εκ του μη όντος. Ως συμφορά, δηλαδή, εκ παρθενογενέσεως!
Η έξοδος από την καταθλιπτική μνημονιακή επιτροπεία και τις υποθηκευτικές δεσμεύσεις της προβάλλεται ως το εθνικώς άπαν. Με κατανοητή τη στοχοθεσία: και της αποδέσμευσης από τα χρεωστικά βάρη και της ουσιαστικής παλινόρθωσης της εθνικής κυριαρχίας, η οποία έχει περισταλεί. Για να μη πούμε ότι δεινώς έχει ακρωτηριασθεί. Σημασία έχουν περισσότερο οι ουσιαστικές συνέπειες, από την ψευδαίσθηση μιας ακεραιότητας που δεν υφίσταται. Καθώς η χώρα διάγει στην Εντατική. Διασωληνωμένη και επιβιώνοντας με δόσεις. Με προφανή τα στερητικά σύνδρομα των καθυστερούμενων υποδόσεων. Που κάποιοι διαχειρίζονται με αυτό τον τρόπο για δικούς τους σκοπούς και αθέμιτους υπολογισμούς.
Και να θέλουμε λοιπόν, αυτή τη στιγμή (βρίζοντας ή και εκλιπαρώντας τους δανειστές) δεν μπορούμε να εκφύγουμε από τον κλοιό. Αλλά και αν –στην καλύτερη των περιπτώσεων –αυτό συνέβαινε, με μαθηματική ακρίβεια θα επανακαταλήγαμε παλινδρομώντας στις αγκάλες (και στις δαγκάνες) των ίδιων μηχανισμών! Καθώς αυτό θα συνέβαινε στα ίδια πλαίσια των ιδίων παθογενειών μας, οι οποίες προκάλεσαν τα κακά που αυτή τη στιγμή ζούμε. Και επομένως, το θέμα δεν είναι απλώς να απαλλαγούμε χαριστικώς (ή όχι) από αυτά που επέφεραν την ολίσθηση και επέβαλαν τις δεσμεύσεις των δανειακών Μνημονίων αλλά και από τα γενεσιουργά αίτια.
Αυτό σημαίνει: την υιοθέτηση (και ενεργοποίηση) ενός «ιθαγενούς Μνημονίου». Με συγκεκριμένες προδιαγραφές οι οποίες θα αποτελούν: αφενός, παράγωγα της πικρότατης πείρας των δεινών μας ημερών και, αφετέρου, εφαλτήρια υπερβάσεων και δυναμικές ανατροπών. Οσον αφορά έωλες νοοτροπίες και ξεπερασμένες δομές. Τις μεν ως προς το πολιτικό σύστημα και τους πολίτες που το υφίστανται –αλλά και που το ανέχονται και το συντηρούν. Τις δε ως προς τους θεσμούς, τις λειτουργικές τομές και τις συναπορρέουσες πραγματικές δυνατότητες.
Αυτά που οι τρίτοι θέλουν να επιβάλουν ως κανόνες (και όρους) δημοσιονομικού εκσυγχρονισμού και παραγωγικών αναπροσαρμογών, είναι αναγκαιότητες που επιβάλλεται ούτως ή άλλως να υπάρξουν. Και συνειδητοποιούμενες να αποβούν εθνικά εφαρμοστέος σχεδιασμός. Οχι μεν βιαίως, όπως αυτοί απαιτούν. Οπωσδήποτε όμως με συνέπεια και αποφασιστικά. Χωρίς να εγκαταλείπονται η κοινωνική ευαισθησία και οι λογικές της αλληλεγγύης.