Τελικά ο Πασκάλ Μπρικνέρ δεν είναι δύο άνθρωποι αλλά ένας. Το επαλήθευσα προχθές, καθήμενος παραδίπλα του, σε γεύμα που παρέθεσε η εκδότρια κ. Αννα Πατάκη στους συγγραφείς της, στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Βιβλίου. Ο Μπρικνέρ έμεινε άναυδος βλέποντας στο υπαίθριο τραπέζι περίπου πενήντα καλεσμένους, κάτι περίεργο έως ακατανόητο για έναν Ευρωπαίο. Θυμήθηκα, τότε, τον Ντεϊσελμπλούμ.
Φίλος στο Λουξεμβούργο που διδάσκει Ελληνικά σε ξένους, τους είπε να γράψουν τη φράση «Οταν κερνάω τους φίλους, χαίρομαι». Και σηκώθηκε ένας Ολλανδός και του λέει, συγγνώμη, αλλά εγώ δεν καταλαβαίνω το νόημα της φράσης. Γιατί να χαίρομαι όταν κερνάω τους φίλους; Του ήταν –λόγω νοοτροπίας –ακατανόητη η έννοια της γενναιοδωρίας, του κεράσματος. Ο ίδιος Ολλανδός, όταν ο φίλος έκανε στο σπίτι του μια γιορτή, εμφανίστηκε φέρνοντάς του δώρο ένα μεταχειρισμένο σαμπουάν.
Σ’ εμένα έτυχε ενώ πήγα να πληρώσω σε ξενοδοχείο της Ρόδου, να προηγείται κάποιος Εγγλέζος, ο οποίος είχε μαζέψει ένα σωρό σακουλάκια ζάχαρη που προσφέρονταν στο πρωινό και απαιτούσε να αφαιρέσει την αξία τους ο ρεσεψιονίστ από τον λογαριασμό. Μάταια ο υπάλληλος του έλεγε πως η ζάχαρη δινόταν δωρεάν –ο Εγγλέζος επέμενε πως αφού δεν τα κατανάλωσε έπρεπε να αφαιρεθούν από το τελικό ποσό που έπρεπε να πληρώσει. Τελικά πήρε τα σακουλάκια μαζί του, στην Αγγλία.
Το είπε επιγραμματικά ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, που έζησε αρκετά χρόνια στη Γηραιά Ηπειρο: «Η Μεσευρώπη έχει οικοδομηθεί πάνω στην τσιγκουνιά». Και ακόμα πιο εμφατικά το περιέγραψε ο Αλμπέρ Καμί, γράφοντας: «Στο Αλγέρι γνώρισα τη φτώχεια, αλλά στο Παρίσι γνώρισα τη μιζέρια».
Πάντως όσοι έχουν ζήσει στην Ευρώπη περισσότερο ή λιγότερο, ξέρουν ότι στην πλειοψηφία τους οι Μεσευρωπαίοι αποφεύγουν να ξοδέψουν λεφτά, και σωστά από μια άποψη, είναι σφιχτοί, έχουν επίμονη τάση για αποταμίευση και ενίοτε σου δωρίζουν κάτι μόνο αν μπορούν να το πάρουν από το κράτος ή από κάποιον άλλον –δεν φταίνε οι ίδιοι ως λαοί, απλώς έτσι έχουν εκπαιδευτεί. Υπάρχει από πίσω ο προτεσταντισμός, ο βαρύς καλβινισμός, η ασήκωτη έννοια της ευθύνης, η υποταγή στις αρχές, το μέτρημα του φραγκοδίφραγκου που συχνά μεταφράζεται σε μαζικές διακοπές με πορτοκαλί βραχιολάκι ή σε έξοδο όπου συχνά παραγγέλνουν μια σκέτη μπίρα και μισή φέτα καρπούζι σιθρού.
Ολα αυτά καταλήγουν σε κάποιο είδος διαδεδομένης τσιγκουνιάς, που εξελίχθηκε σε επίσημη κοινωνική άποψη και ψάχνει αγωνιωδώς στα βενζινάδικα για πιο φτηνή βενζίνη, εξυπακούει ροπή προς την έκπτωση και σου λέει έλα στη γιορτή μου με δικό σου φαγητό, με γεμιστά (α λα Φωτίου) σε κατσαρολάκι απ’ το σπίτι σου. Πρόκειται για μια δυσάρεστη αλήθεια –αν και δεν είναι όλοι έτσι, υπάρχουν και πολλοί Ευρωπαίοι με απλόχερη γενναιοφροσύνη και προφανή αξιοπρέπεια, απλώς εδώ η αναφορά γίνεται στη βασική, κυρίαρχη αντίληψη. Και αυτή τους έχει σώσει και λαμπρύνει ως έθνη (και κατά καιρούς καταστρέψει), αλλά συχνά τους μιζεριάζει ως άτομα. Εμείς είμαστε στην απέναντι όχθη, με ροπή στον άκρατο ατομισμό έως αναρχισμό, στην επίδειξη και τη σπατάλη, στοιχεία που επίσης μας έχουν καταστρέψει κατά καιρούς αλλά και σώσει. Είναι γνωστές οι μεταξύ μας προσφωνήσεις «μεγάλε», «τιτανοτεράστιε», «πανυπέρτατε» κ.λπ. Είμαστε απέναντι, γι’ αυτό και είναι αφελής η άποψη ότι η Ευρώπη θα αλλάξει εμάς ή ο Κατρούγκαλος αυτήν.
Κατά συνέπεια ο Ντεϊσελμπλούμ προτιμά να είναι αλκαλικός, παρά αλκοολικός. Σκέφτεται διλημματικά γιατί έτσι διδαχτεί και ανακυκλώνει απλώς το επιφανειακό κλισέ. Αγνοεί τον Διόνυσο και ότι όλη η Ευρώπη πατάει σε αρχαιοελληνικές ιδέες οι οποίες γεννήθηκαν κυρίως στο λεγόμενο «συμποτικόν», δηλαδή στα συμπόσια όπου γίνονταν έξοχες συζητήσεις και γεννιούνταν οι μεγάλες ιδέες και όπου οι Ελληνες δεν ξεφτιλίζονταν απ’ το μεθύσι όπως κάνουν ορισμένοι σύγχρονοι Ευρωπαίοι, παρά κρατούσαν συνειδητά τη νηφαλιότητά τους νερώνοντας το κρασί. Μόνο οι Σκύθες και το «πολεμικότατον γένος των Θρακών» έπιναν «οίνον άκρατον», δηλαδή μη νερωμένο κρασί. Καλύτερα πάντως από το να ρουφούν παστεριωμένο γάλα Μικρής Ολλανδέζας.
Γενικώς η άποψη ότι εμείς οι Νότιοι φάγαμε τα λεφτά σε γυναίκες και ποτά είναι ζηλότυπη φράση άγνοιας. Κατ’ αρχάς διότι δεν θέλει λεφτά για να μεθύσεις (το τσίπουρο χωρίς γλυκάνισο ρέει σχεδόν δωρεάν) και ο έρωτας είναι άπλετος –αν και τα τελευταία χρόνια έχει μειωθεί η λίμπιντο και οι περισσότεροι προτιμούν την ανεμογαμία διά του facebook, παρά το όντως σεξ. Πού τα είδε, λοιπόν, τα όργια ο Ολλανδός; Στην περιφέρεια, βεβαίως, με τις επιδοτήσεις ξεσπάθωναν οι Βουλγάρες και αρκετοί έβγαλαν τα απωθημένα τους σε λαμπρά σκυλάδικα ποιοτικού κιτς, αυτό όμως δεν ήταν ο κανόνας. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, πού να καταλάβουν οι Ολλανδοί από καραντουζένια και τον Μάρκο που λέει «Αφού στον άλλονε ντουνιά λεφτά δεν θα περνάνε, τά ‘χουν και τα θυμιάζουνε δεν ξέρουν να τα φάνε»;
Πάντως, σε κάθε περίπτωση, μια μερική αλήθεια είπε ο Ντεϊσελμπλούμ, έστω και στρεβλά, και πέσαμε να τον φάμε. Κάποιοι μίζεροι αντιευρωπαϊστές βρήκαν ευκαιρία να γενικεύσουν και να ρίξουν δηλητήριο –αλλά το θέμα, τελικώς, δεν είναι τι είπε ο Ολλανδός, τι καταλαβαίνει ο Μπρικνέρ ούτε αν η νοοτροπία της Ευρώπης είναι τσιγκούνικη ή όχι. Εμείς χρειαζόμαστε το χρήμα, τη δύναμη, την προστασία και κυρίως τους θεσμούς των Ευρωπαίων, δηλαδή τα καλά στοιχεία τους, τα σωτήρια στοιχεία τους, εδώ, σε μια χώρα όπου ακόμα και έλληνες πρωθυπουργοί έχουν πει πολύ χειρότερα για τον ίδιο τους τον λαό και έχουν εκλεγεί γι’ αυτό.
Και για να είμαστε σοβαροί, το θέμα τελικώς είναι ένα: πως αν κάποιος είχε μάθει εγκαίρως στον Ντεϊσελμπλούμ μπουζούκι και πέντε τραγουδάκια του Μάρκου (ή, έστω, ολίγον Πλάτωνα) τα πράγματα στη χώρα, σήμερα, ίσως να ήταν εντελώς διαφορετικά. Ο Βαρουφάκης δεν μπορούσε να το κάνει, διότι ως μεγαλοαστός που υποδύεται τον αριστερό μάλλον δεν θα ξέρει παρά μόνο μετριότατο πιάνο. (Η τέχνη ως χόμπι.)