Το δράμα της ανθρώπινης ύπαρξης ξεκίνησε εκείνο το δειλινό στον Παράδεισο. Ας κρατήσουμε, για να συνεννοηθούμε, την υπέροχη παραβολή της Γραφής. Οι πρωτόπλαστοι που ζούσαν εκατομμύρια χρόνια χωρίς να έχουν συνείδηση της μοίρας τους, όπως, εξάλλου, όλα τα άλλα ζωντανά, υποκύπτουν στον πειρασμό και δρέπουν τον απαγορευμένο καρπό. Εδώ ας σταθώ για να σημειώσω πως ο απαγορευμένος καρπός είναι η εγγύηση πως ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος, δηλαδή να επιλέγει, να εκλέγει, να διαλέγει. Αν δεν υπήρχε κάτι απαγορευμένο στον παραδείσιο χώρο ή όπου αλλού, ο άνθρωπος δεν θα ήταν ελεύθερος. Ελεύθερος να δρέψει τον καρπό ή να τον αγνοήσει. Επιλέγοντας είναι υπεύθυνος για αυτό που διάλεξε και άλλο τόσο υπεύθυνος για αυτό που δεν διάλεξε.
Ο Σαίξπηρ στον Aμλετ και στον μονόλογο του ήρωα του «να ζει κανείς ή να μη ζει;», ή «να υπάρχεις ή να μην υπάρχεις;» όπως υποστηρίζει ο Καμί, θέτει το μόνο και κύριο ανθρώπινο πρόβλημα. Τα άλλα είναι κοινές οδοντόπαστες.
Ως εκ τούτου το μέγα μυστήριο, το μέγα αίνιγμα για την ανθρωπότητα και τον κάθε άνθρωπο χωριστά, είναι ο θάνατος. Στον θάνατο, σε αυτόν τον σκληρό τοίχο σταμάτησε ο ορθολογισμός των Ελλήνων και στη ρωγμή του τοίχου, την ανάσταση, άνοιξε η προοπτική της μετά θάνατον ζωής του χριστιανισμού και των άλλων θρησκειών που πηγάζουν από τη Γραφή, εβραϊκής και Ισλάμ.
Στο κέντρο αυτών των προβληματισμών είναι η αυτοκτονία.
Και η αυτοκτονία είναι επιλογή ελευθερίας, οριοθέτηση ελευθερίας και υπέρβαση των ορίων. Αλλά και μέγα αμάρτημα και συχνά ο έσχατος ορισμός της δειλίας, ανάλογα με τα θρησκευτικά ή φιλοσοφικά συστήματα που την εκτιμούν.
Για πολλά χρόνια η αυτοχειρία ήταν σύνηθες θεατρικό συστατικό του δράματος. Από την αυτοκτονία του Αίαντος ώς την εκπυρσοκρότηση του πιστολιού της Εντας Γκάμπλερ ή του τσεχοφικού Κόστια και έως τον «ήχο του όπλου» της Αναγνωστάκη, το θέατρο χρησιμοποίησε αυτή τη λύση άλλοτε ως αναγκαστικό τέλος μιας τραγωδίας και άλλοτε ως εφέ. Στη ζωή όμως μόνο εφέ δεν είναι .
Ο Σαίξπηρ, λένε οι μελετητές, δανείστηκε τη συλλογιστική του αμλετικού μονολόγου από ένα δοκίμιο που τη χρονιά (1600) που γράφτηκε ο «Αμλετ» είχε μεταφραστεί από τα γαλλικά στην Αγγλία.
Ο Λόρενς Ολίβιε όταν κινηματογράφησε τον «Αμλετ», έβαλε στους αρχικούς τίτλους του φιλμ μετά τον τίτλο, τον υπότιτλο «ο άνθρωπος που αμφέβαλε». Και ο διάσημος μονόλογος είναι η έσχατη αμφιβολία ήδη στην αρχική ερώτηση. Αρα ζεις και υποφέρεις, αποχωρείς και πού πας;
Η ΛΟΥΣΙ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΥΣΟΨΑΡΟ. Αυτή την τραγική αμφιβολία στα μέτρα της βιώνει η ηρωίδα Λούσι της Τζένης Δάγλα στο μονόλογο «Γυάλα» που παίζεται στο θέατρο «Φούρνος». Η Λούσι είναι μια γυναίκα της διπλανής πόρτας χωρίς, παρά την κρίση της εποχής, οικονομικό πρόβλημα. Επιστήμονας που εργάζεται και αμείβεται καλά. Αλλά έχει αποτύχει στον έρωτα. Βιώνει μιαν απώλεια, μιαν εγκατάλειψη, μια προδοσία ύστερα από έναν μακροχρόνιο δεσμό που δεν έφτασε στο επιθυμητό τέλος.
Λούσι όμως είναι και ένα χρυσόψαρο στη «Γυάλα» που συντηρεί της γυναίκας την επιμονή να συνεχίσει έστω και αν νιώθει πως κυκλοφορεί εντός των ορίων και υπάρχει, ζει και αναπνέει όσο κυκλοφορεί εντός της ασφάλειας των τειχών και εντός του ύδατος.
Ζώντας όμως μέσα στον κόσμο, στη φύση, στην κοινωνία και τον χρόνο δεν μπορείς να αποφύγεις να φτάσει έως το κρησφύγετό σου η χλαλοή του κόσμου, η κρίση, πάσης φύσεως, οι αλλαγές του καιρού και του χρόνου και ο ήχος μιας εκπυρσοκρότησης που σημαίνει την αποχώρηση ενός συνανθρώπου προς το μηδέν ή το άγνωστο.
Κι αν ο αποχωρών υπήρξε φίλος; Ο διπλανός; Ο συμμαθητής; Ο συνάδελφος; Αν το χρυσόψαρο καθώς κολυμπά δώσει μια και αφήσει το νερό και τη γυάλα για να απαλλαγεί από τη φυλακή ασφαλείας, δοκιμάζοντας να βιώσει το ρίσκο της ελευθερίας χωρίς όρια;
Αν ο αυτόχειρας επιλέγει το άλμα επειδή είναι άνεργος, δηλαδή άχρηστος και βάρος για τη γυναίκα του και τα παιδιά του;
Η ηρωίδα της Δάγλα προσπαθεί να ισορροπήσει σε τεντωμένο σκοινί με ανοιχτό κάτω της το χάσμα. Πώς μπορείς να είσαι εσύ ελεύθερος και ανέμελος και ασφαλής ακόμη και δυστυχής, όταν ο διπλανός από απελπισία αποχωρεί για να συναντηθεί με τη μεγάλη Απουσία.
Η συγγραφέας Τζένη Δάγλα έγραψε έναν ποιητικό μονόλογο, θεατρικό χωρίς αμφιβολία, αλλά κείμενο που δεν υπακούει στον τρέχοντα ρεαλισμό. Εν πρώτοις είναι ένα κείμενο μεστό, πλήρες σε μεταφορές και σε αναβίβαση του οικείου στην περιωπή του ανοίκειου. Πολύ συχνά είχα την αίσθηση ότι η ποιητική της εβρισκε στηρίγματα στην «Τέταρτη διάσταση» του Γιάννη Ρίτσου. Ο μεγάλος ποιητής συνεχώς ιεροποιεί τα αντικείμενα του καθ’ ημέραν βίου. Και η Δάγλα, όπως στην αρτοκλασία της Εκκλησίας, υψώνει στην αγία τράπεζα του ιερού μαγειρικά σκεύη, υφάσματα, κουρτίνες, καροτσάκια μωρών κ.λπ.
Σαν την αντιηρωίδα του Μπέκετ στο «Ω οι ευτυχισμένες μέρες», πιάνεται από τα πράγματα για να υπάρξει. Και συνεχώς φλυαρεί, γιατί αν πάψει να φλυαρεί θα την πλημμυρίσει η κατάθλιψη, το άγχος, το κενό του τίποτα και θα καταρρεύσει. Θα είναι σαν να αδειάζει κάποιος το νερό από τη γυάλα του χρυσόψαρου και θα το αφήσει να σπαρταράει ανοιγοκλείνοντας το στόμα για να ρουφήξει και την τελευταία πνοή του αέρα.
Το μεγάλο θεατρικό εύρημα της Δάγλα είναι ο τρόπος που κάθε τόσο, καταγράφοντας τα γύρω –την αυτοκτονία του Στέλιου, τις αναμνήσεις της εφηβείας, τη μιζέρια του γραφείου –σκεπάζει, φιμώνει την κραυγή της απελπισίας που ανεβαίνει στο στόμα της από την προδοσία του πρώην αγαπημένου. Ετσι, το οικείο θυσιάζεται στον πυρίκαυστο βωμό του δημοσίου, του κοινόχρηστου, του κοινωνικού. Το άτομο χάνεται μέσα στις ιαχές, τα κλάματα και την οργή του πλήθους.
Η Δάγλα είναι τυχερή γιατί το κείμενό της –μια πράγματι αξιόλογη ποιητική θεατρική προσφορά –έγινε δημιουργικός οίστρος από το λάλον σώμα και τον αρτεσιανό λόγο της Μάνιας Παπαδημητρίου. Αυτό το μικρό το δέμας υποκριτικό «τέρας» βρήκε τον ρυθμό του κειμένου, άκουσε τον σφυγμό του και τον έκανε συγκίνηση και βουβή διαμαρτυρία.
Η Δάγλα προσέθεσε στον κύριο κορμό του μονολόγου και δύο σύντομες παρεμβολές δύο ναυαγών μεταναστών που τους ξεβράζει και τους ρουφάει η ελληνική θάλασσα. Σύντομα κείμενα που λειτουργούν σαν επωδοί και σαν καταγγελία, αλλά συνάμα και σαν υπόμνηση σε όλους μας: «Υπάρχουν και χειρότερα»!
Τα αποδίδει ο Ευθύμης Χρήστου.
«Η γυάλα»
Κείμενο: Τζένη Δάγλα
Σκηνοθεσία: Ασπα Τομπούλη
Ερμηνείες: Μάνια Παπαδημητρίου, Ευθύμης Χρήστου
Σκηνικά – κοστούμια: Χριστίνα Παπούλια
Μουσική: Δημήτρης Ιατρόπουλος
Φωτισμοί: Αποστόλης Τσατσάκος
Κίνηση: Φαίδρα Σούτου
Πού: Στο θέατρο Φούρνος (Μαυρομιχάλη 168, τηλ. 210-6460.748)