Οπαδός του «Κυνόδοντα», ακόμη μεγαλύτερος των «Αλπεων», εκτίμησα τη δουλειά του Γιώργου Λάνθιμου και στον «Αστακό», την πιο προσβάσιμη μέχρι τώρα ταινία του. Το «Killing of a sacred deer» όμως είναι μια ολότελα διαφορετική περίπτωση, παρά τη φαινομενική μόνο σύνδεσή του με τα προηγούμενα της φιλμογραφίας του. Η ταινία τελείωσε κι εγώ βρέθηκα να στέκομαι απέναντί της. Στο δε τέλος της προβολής, τα χειροκροτήματα ήταν εξίσου δυνατά με τα γιουχαΐσματα. Αυτό ήταν, φοβάμαι, και το ζητούμενο: η δημιουργία ενός φιλμ-σκανδάλου. Πολλά άλλα όμως απουσιάζουν.

Κατ’ αρχάς, απουσιάζει ο Λάνθιμος ως αφηγητής. Στα προηγούμενα φιλμ, ο θεατής είχε όλα τα απαραίτητα στοιχεία που χρειαζόταν για να παρακολουθήσει την ιστορία περίπου από το πρώτο δεκάλεπτο –υπήρχε δηλαδή μια αξιοθαύμαστη αφηγηματική οικονομία. Εδώ, περίπου στο πρώτο μισό της ταινίας κυριαρχεί η δημιουργία ατμόσφαιρας (για την ατμόσφαιρα), μέχρις ότου φτάσουμε στο ζουμί της υπόθεσης, η οποία έχει ως εξής: ένας καρδιοχειρουργός (Κόλιν Φάρελ), ευπρεπής οικογενειάρχης που ζει σε ένα επιβλητικό διαμέρισμα με τη σύζυγό του (Νικόλ Κίντμαν) και τα δύο παιδιά του (Ράφεϊ Κάσιντι, Σάνι Σούλικ –ελπίζω να το γράφω σωστά), παίρνει υπό την προστασία του τον Μάρτιν, έναν 16χρονο (Μπάρι Κιόγκαν) του οποίου ο πατέρας πέθανε στο χειρουργικό του τραπέζι. Μέχρι που ξαφνικά τα δύο παιδιά του, το ένα μετά το άλλο, παραλύουν από τη μέση και κάτω και αρνούνται να τραφούν. Γιατί; «Επειδή σκότωσες τον πατέρα μου» τον ενημερώνει ο Μάρτιν, Κάλχας και Αρτεμις μαζί, που συμπληρώνει πως η «κατάρα» θα αρθεί όταν ο χειρουργός επιλέξει και σκοτώσει ένα από τα μέλη της οικογένειάς του. Ο παραλληλισμός με την Ιφιγένεια είναι φανερός πολύ πριν ακουστεί το όνομά της κάποια στιγμή προς το τέλος, σε ένα φιλμ από το οποίο απουσιάζει επίσης αυτό το off-beat χιούμορ που έκανε τις προηγούμενες ταινίες του σκηνοθέτη τόσο ιδιαίτερες (και όπου υπάρχει, σπανίως λειτουργεί).

Το χειρότερο όλων όμως είναι πως εδώ έχεις έντονη την αίσθηση ότι η ταινία μεταχειρίζεται τον θεατή της ως πειραματόζωο. Ολη αυτή η οδύνη που περνάς βλέποντας το «Killing of a sacred deer» δεν μπορεί να υποστηριχθεί από τον ισχνό σεναριακό ιστό. Ούτε η σύνδεση με την Ιφιγένεια ευσταθεί: ο θεατής της αρχαίας τραγωδίας εξυψώνεται από ένα θέαμα που τον ξεπερνά, δεν υποβιβάζεται τόσο, όπως συμβαίνει εδώ. Με άλλα λόγια, ούτε σαστισμένος αισθάνθηκα μετά το τέλος ούτε προβληματισμένος ούτε υπήρχε κάποιο βαθύτερο νόημα προς αναζήτηση. Παράλληλα, όμως, μιλάμε για ένα φιλμ μοναδικά κατασκευασμένο: η ασφυκτικά συμμετρική φωτογραφία είναι χάρμα οφθαλμών (παρά το overdose των ευρυγώνιων), η χρήση της μουσικής (αναγνώρισα θέματα του Λιγκέτι) εφευρετική, η καλλιτεχνική διεύθυνση απαστράπτουσα και θεαματική, οι κινήσεις της κάμερας εκτελεσμένες με μοιρογνωμονιακή ακρίβεια. Είναι αδύνατον να μη σε θαμπώσει όλη αυτή η δουλειά, τουλάχιστον στην αρχή. Επίσης, κανένα πρόβλημα δεν έχω με τις ταινίες που υποφέρεις για να τις δεις μέχρι τέλους. Ελα όμως που το «βάρος» του μαρτυρίου και της καλλιέπειας χρειάζεται ένα κάποιο περιεχόμενο για να υποστηριχθεί. Στον «Κυνόδοντα» υπήρχε το ζήτημα της οικογένειας.

Στις «Αλπεις» η ανάγκη για συντροφικότητα. Στον «Αστακό», ο έρωτας. Λίγα πράγματα –επί της ουσίας –υπάρχουν εδώ. Ασφαλώς και θα μπορούσαν να γραφτούν ποταμοί κειμένων που θα μεγεθύνουν αυτά τα μικροσκοπικά αναφορικά στίγματα στο επίπεδο της ακαδημαϊκής ρητορείας, προς γνώση και συμμόρφωση των κινηματογραφικά «αστοιχείωτων». Και φαντάζομαι πως αυτό ακριβώς θα συμβεί –ειδικά από τους νεότερους αμερικανούς κριτικούς (και τους μιμητές τους) που λατρεύουν την αυτοδικαίωση που προκύπτει από αυτούς τους παιχνιδισμούς. Είπαμε, η ταινία φτιάχτηκε με συγκεκριμένο στόχο και δίχως αμφιβολία τον έχει πετύχει.
Ο ΜΙΚΑΕΛ ΧΑΝΕΚΕ. Από την άλλη, ο Μίκαελ Χάνεκε με το «Happy end» παρουσίασε την πιο ανάλαφρη δημιουργία του. Φυσικά, αυτός ο χαρακτηρισμός δεν σημαίνει ότι όλα εδώ είναι ρόδινα. Αντιθέτως, ένα κοριτσάκι δηλητηριάζει τη μητέρα του στα πρώτα πέντε λεπτά. Η διάθεση του σκηνοθέτη πίσω από την κάμερα όμως είναι ξεκάθαρα πιο χαλαρή. Εδώ, μια μεγαλοαστική οικογένεια (Ιζαμπέλ Ιπέρ, Ματιέ Κασοβίτς, Ζαν-Λουί Τρεντινιάν) καταρρέει υπό το βάρος της υποκρισίας της. Ο αυστριακός σκηνοθέτης ανασυνθέτει στιγμές από ολόκληρη τη φιλμογραφία του (ο χαρακτήρας του Τρεντινιάν μάλιστα συνδέει αυτό το φιλμ με το προηγούμενό του, το πολυβραβευμένο «Amour»), ενώ παρακολουθεί αυτή τη σταδιακή πορεία προς την αποσύνθεση με πολύ χιούμορ –κλείνει μάλιστα την ταινία με ένα ξεκαρδιστικό gag. Ο Μάρκο Φερέρι πιθανότατα θα καταδιασκέδαζε με το «Happy end», που μοιάζει σαν μια «κλινική» προσέγγιση των θεμάτων του (χωρίς σωματικές εκκρίσεις με άλλα λόγια). Ποιος θα το περίμενε.

Τι έγραψαν οι κριτικοί σε «Guardian» και «Variety»

«Είναι μια ενδιαφέρουσα, ενοχλητική και διασκεδαστική εκδοχή ενός φιλμ που θα μπορούσε να ανήκει στο είδος των συμβατικών θρίλερ της δεκαετίας του 1970 ή του 1980» γράφει ο κριτικός Πίτερ Μπράντσο της βρετανικής «Guardian», ο οποίος βαθμολογεί με 4 (στα 5) αστεράκια την ταινία. «Οπως στα καλύτερα έργα του, ο Λάνθιμος δείχνει ευφυής καθώς δημιουργεί έναν ολόκληρο κόσμο και μας εισάγει σε αυτόν… Θα είχε πολύ ενδιαφέρον να φανταστεί κανείς πώς θα σκηνοθετούσε αυτό το σενάριο ο Τζον Κάρπεντερ ή ο Μπράιαν ντε Πάλμα ή ο Ρίτσαρντ Ντόνερ».

Στους δύο σταρ της ταινίας εστιάζει σε αρκετά σημεία της κριτικής του ο Πίτερ Ντέμπριτζ του αμερικανικού «Variety»: «Επειδή πρωταγωνιστούν ο Κόλιν Φάρελ και η Νικόλ Κίντμαν, το φιλμ έχει αρκετές πιθανότητες να ανακαλύψει το κοινό του –ειδικά εάν αναλογιστεί κανείς και την πρόσφατη οσκαρική υποψηφιότητα για το σενάριο του “Αστακού”, το οποίο ο Λάνθιμος μοιράστηκε με τον Ευθύμη Φιλίππου, με τον οποίο ξανασμίγουν εδώ. Με αυτό ως δεδομένο, δεν πρόκειται για τη συμβατική ταινία τρόμου. “Ο φόνος του ιερού ελαφιού” είναι άλλη μία μετωπική επίθεση στις πατριαρχικές αντιλήψεις. Μια ταινία όπου η ευνουχισμένη πατρική φιγούρα πρέπει να αντιμετωπίσει την προσωπική της ύβριν. Μείνετε ήσυχοι, ο Λάνθιμος δεν θα τον αφήσει να γλιτώσει τόσο εύκολα».