Η Αννα Κοκκίνου συστήνει στο κοινό το άγνωστο κείμενο της Σοφίας Τρικούπη, αδελφής του Χαρίλαου και κόρης του Σπυρίδωνος, τον «Παπαγάλλο». Δώρο ενός θαυμαστή του Τρικούπη, ο παπαγάλος ήταν το αγαπημένο πτηνό της Σοφίας, στο οποίο είναι αφιερωμένο το αφήγημά της. Γραμμένο το 1903, την επομένη του θανάτου του πτηνού, αποτελεί ουσιαστικά ένα έργο με θέμα τη διπλή απώλεια –προσθέτοντας δηλαδή την ουσιαστικότερη και παλαιότερη απώλεια του αδελφού της (ο Χαρίλαος Τρικούπης πέθανε το 1896).
Γεννημένη το 1838 στο Λονδίνο, μεγάλωσε μέσα στο μεγαλοαστικό περιβάλλον της βρετανικής πρωτεύουσας. Ελαβε σημαντική μόρφωση, ενώ παράλληλα ήρθε σε επαφή με επιφανείς προσωπικότητες του 19ου αιώνα, που σύχναζαν στο σπίτι τους. Μετά τον θάνατο των γονιών της στάθηκε αφοσιωμένη στον αδελφό της. Φρόντιζε τη ζωή του ενώ είχε αναλάβει και το πολιτικό του γραφείο. Διόλου τυχαίο το γεγονός ότι ουδείς εκ των δύο παντρεύτηκε. Πέθανε στην Αθήνα το 1916.
Παράλληλα «Ο παπαγάλλος» είναι ένας σύντομος και περιεκτικός «οδηγός» διαχείρισης του πένθους, μέσα από μια βαθιά κατάθεση ψυχής. Κι αν το πουλί φανερώνει τη δική του μικρή ιστορία, η Σοφία Τρικούπη καταφέρνει απλά, χωρίς καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια, να την περιλάβει μέσα στη μεγάλη εικόνα της Ιστορίας της σύγχρονης Ελλάδας. Σαν μια ασπρόμαυρη φωτογραφία που φωτίζεται από τη δύναμη των ανθρώπων που εικονίζονται.
ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΖΩΑ. Η φύση και η αθωότητα είναι οι δύο έννοιες με τις οποίες συνδέεται ο παπαγάλος, που ταυτίζεται, εν συνεχεία, με το σύμβολο της κατάλυσης κάθε περιορισμού και κάθε επιβεβλημένης ηθικής. Στο σπίτι των Τρικούπηδων εκείνος ήταν που άλλοτε με χιούμορ και άλλοτε αιχμηρά έβαζε τα πράγματα στη θέση τους! Σαν άμεση αναφορά στο παιδικό, εσωτερικό, σκοτεινό ή και αγνοημένο κομμάτι του εαυτού μας, ο παπαγάλος μάς οδηγεί κατευθείαν στα παιδιά και τα ζώα. Κι αυτό το εισπράττουμε στην παράσταση.
Μέσα στο σκοτεινό σκηνικό, όπου δεσπόζει το μεγάλο μαύρο κλουβί, στέκει με το κατάμαυρο κοστούμι της η Αννα Κοκκίνου. Δίνοντας ζωή, με τρόπο ήσυχο και διακριτικό σε μια ολόκληρη εποχή, η ηθοποιός είναι η Σοφία Τρικούπη και μαζί ο παπαγάλος της.
Με τον φωτισμό να παίζει τα δικά του παιχνίδια και τους ήχους, μαζί με τις εξαιρετικές μουσικές, να οδηγούν σε μνήμες και παιδικές αναμνήσεις, η παράσταση κερδίζει με τα δύο «παιδιά» που διακόπτουν τη ροή του αφηγήματος. Ενα αγόρι κι ένα κορίτσι, με τα γέλια και τα τρεχαλητά τους, θυμίζουν το χαμένο κομμάτι της ψυχής μας, ενδεχομένως τη Σοφία και τον Χαρίλαο, τη χαρούμενη πλευρά που χάθηκε.
Με τη γλώσσα καθοριστικό όχημα, σε μια γοητευτική, καθαρή καθαρεύουσα, η ηθοποιός αρθρώνει τον λόγο της –μονόλογος. Κι ίσως η πιο συχνή παρέμβαση των παιδιών στην παράσταση να είχε προσφέρει κι άλλα διαλείμματα στιγμιαίας ευφορίας. Σαν καμπανάκια από το παρελθόν. Σαν μικρές, χαριτωμένες σκανταλιές.
Εχοντας διανύσει τη μεγάλη απόσταση, η Αννα Κοκκίνου αποκαλύπτεται στο τέλος. Καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης δεν είναι λίγες οι στιγμές που ο θεατής παρακολουθεί τη σταδιακή της μεταμόρφωση. Η στάση του σώματος, η φωνή, η μίμηση της φωνής του παπαγάλου, οι κινήσεις, οι εκφράσεις, η εικόνα της. Αν και καταλήγει με μια φυσικότητα στην ταύτιση, σαν αυτονόητη εξέλιξή της, η στιγμή της αποκάλυψης κρύβει μια εσωτερική δύναμη, μια μυσταγωγία.