Συνηθισμένη στη γραφική, συμπαθή και, ανέκαθεν, νομιμοποιημένη υπερβολή ως προς τη χρήση των λέξεων στα αθλητικά ρεπορτάζ, μάλλον μετριοπαθή θεώρησα τα σχόλια για τη συμμετοχή του Ολυμπιακού στον τελικό της Ευρωλίγκας μπάσκετ. Εκτός και αν οφείλεται στο ότι τα τελευταία χρόνια σαν να συνηθίσαμε στην κατάχρηση των υψηλών, σε νόημα, λέξεων στον καθημερινό μας λόγο. Ιδιωτικό και δημόσιο. Φαίνεται ότι όσο αδειάζει η τσέπη μας, τόσο προσπαθούμε να στουμπώσουμε με υψηλό φρόνημα και τις πιο συμβατικές αναφορές. Βέβαια, έχουμε να μοιάσουμε στην κυβέρνησή μας που αν ήταν ρόλος θα ήταν drama queen με αυτό το βουτηγμένο στον παλαιοαριστερό ηρωικό λυρισμό λεξιλόγιο. Εξού και εκφράζει την υποταγή ως περήφανη διαπραγμάτευση και το κατά λάθος άγγιγμα στον ώμο της Λαγκάρντ ως πίεση. Πάντως το δίπολο δημοκρατία – φασισμός το έχουμε ξεφτιλίσει. «Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει, επειδή παρήγγειλα ψαρονέφρι, να πιω κόκκινο κρασί. Αυτό είναι φασισμός» έλεγε η «Ντολόρες Ιμπαρούρι» του διπλανού τραπεζιού. Και οι πανελίστες μικρομέγαλου καναλιού ωρύονταν ότι εχουμε δημοκρατία και δεν χρειάζεται να πάρουμε από κανένα την άδεια για να δούμε «Survivor».
Τι γίνεται όταν προσπαθείς να χωρέσεις μεγάλο πόδι σε μικρό παπούτσι; Και ξεχειλώνει το παπούτσι και παραμορφώνεται το πόδι. Ξεχειλώνοντας τα ασήμαντα λοιπόν, δεν αποφεύγουμε την παραμόρφωση των σημαντικών. Εξισώνοντας τη δημοκρατία με την ελεύθερη επιλογή του καμπερνέ ή του Ντάνου, απομειώνουμε τόσο πολυ την έννοιά της που αν, ο μη γένοιτο, απομειωθεί και στην πραγματικότητα, μπορεί και να μην το καταλάβουμε. Θα ζούμε την ψευδαίσθησή της με το τηλεκοντρόλ στο ένα χέρι και ένα ποτήρι whatever κρασί στο άλλο.