«Μπολιάστε τα παιδιά, μην σας τα πάρουν…». Στην Ιταλία, από τη νέα σχολική χρονιά, ο εμβολιασμός θα είναι υποχρεωτικός (δεν ήταν;) για τα παιδιά που φοιτούν στους παιδικούς σταθμούς, στα νηπιαγωγεία, τα δημοτικά και τα γυμνάσια, σύμφωνα με νέα απόφαση της κυβέρνησης Τζεντιλόνι. Ετσι, οι γονείς που δεν θα εμβολιάζουν τα παιδιά τους θα τιμωρούνται με αυστηρές κυρώσεις, υψηλά πρόστιμα ή και αφαίρεση της επιμέλειας…
Η υγεία των παιδιών όπως και η υγεία των ενηλίκων δεν είναι μόνον προσωπική υπόθεση. Είναι και κοινωνική. Ο ασθενής βάζει σε κίνδυνο τον εαυτό του αλλά και τον διπλανό του, το περιβάλλον του. Παράλληλα κοστίζει στο κράτος αφού επιβαρύνει τα Ταμεία που του παρέχουν ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη, καθώς και το δημόσιο ή ιδιωτικό σύστημα υγείας. Γενικώς, κοστίζουν και σε ζωή και σε χρήμα.
Με το ίδιο σκεπτικό λειτουργεί, για παράδειγμα, ο κώδικας οδικής κυκλοφορίας. Οταν τρέχουμε με το αυτοκίνητο, όταν δεν φοράμε ζώνη ή κράνος στο μηχανάκι, δεν κινδυνεύει μόνον η δική μας ζωή, αλλά και του διπλανού μας, ενώ παράλληλα ένα ατύχημα έχει και οικονομικο-κοινωνικές επιπτώσεις.
Λογικά όλα αυτά. Μήπως όμως η υπόθεση με τα παιδιά και τα εμβόλια στην Ιταλία ξεπερνά τα όρια της ελευθερίας; Ετσι εγκαθίσταται ένα πατερναλιστικό σύστημα, ένα σύστημα που δεν οδηγεί τους πολίτες στη συνειδητοποίηση, αλλά προκαλεί φόβο και δρα κυρίως σαν απειλή. Επιτρέποντας στο κράτος να παρεμβαίνει με τρόπο που θυμίζει κάτι σαν το μάτι του Μεγάλου Αδελφού.
Κι αν τα εμβόλια που αυτονοήτως είναι επιβεβλημένα για την υγεία ημών και των παιδιών μας είναι μόνο η αρχή, τότε ο κίνδυνος μιας γενίκευσης μοιάζει να απομακρύνει την κοινωνία από την πρόοδο. Σαν να κάνει ένα βήμα μπροστά και δύο πίσω. Σαν να παραδέχεται ότι δεν μπορεί να πείσει μέσω της σωστής και έγκαιρης ενημέρωσης, θεωρώντας ότι το «όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος» είναι μονόδρομος. Και δεν θα έπρεπε.