Οι Ελβετοί αποφάσισαν με δημοψήφισμα την Κυριακή να εγκαταλείψουν μεσοπρόθεσμα την πυρηνική ενέργεια, εγκρίνοντας με 58,2% τον νόμο που απαγορεύει την κατασκευή νέων πυρηνικών σταθμών, και υποστηρίζοντας την ανάπτυξη πράσινων πηγών ενέργειας και τον περιορισμό της ενεργειακής κατανάλωσης.
Σύμφωνα με τα τελικά αποτελέσματα που ανακοινώθηκαν από την ομοσπονδιακή καγκελαρία, η συμμετοχή έφθασε το 42,3%, που αντιστοιχεί στον μέσο όρο σε μία χώρα όπου οι ψηφοφόροι καλούνται τρεις με τέσσερις φορές τον χρόνο να ψηφίσουν για ευρύ φάσμα θεμάτων.
Το δημοψήφισμα είναι το επιστέγασμα μακράς διαδικασίας η οποία ξεκίνησε μετά την καταστροφή της Φουκουσίμα στην Ιαπωνία, από το γιγάντιο τσουνάμι που ακολούθησε τον σεισμό της 11ης Μαρτίου 2011.
Λίγες εβδομάδες μετά την καταστροφή, η Ελβετία αποφάσισε να εγκαταλείψει την πυρηνική ενέργεια. Ο νόμος ψηφίστηκε από το Κοινοβούλιο τον Σεπτέμβριο του 2016 και επικυρώθηκε την Κυριακή από το εκλογικό σώμα.
«Για όλους τους οικολόγους, είτε είναι πολιτικοποιημένοι είτε όχι, η σημερινή (χθεσινή) είναι ιστορική ημέρα για τη χώρα», δήλωσε η βουλευτής των Πρασίνων Αντέλ Τοράνς Γκουμάζ στη δημόσια ελβετική τηλεόραση RTS.
Περιορισμός της κατανάλωσης ενέργειας
Μόνο το μεγαλύτερο κόμμα της Ελβετίας, το λαϊκιστικό UDC (Δημοκρατική Ενωση του Κέντρου) ήταν αντίθετο με τον νόμο.
Ο σοσιαλιστής βουλευτής Ματίας Ρέιναρντ χαιρέτισε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, τονίζοντας ότι πρόκειται για «πολύ ελβετική συμβιβαστική λύση», αφού ο νόμος που προβλέπει την εγκατάλειψη της πυρηνικής ενέργειας δεν ορίζει «πολύ σαφή ημερομηνία».
Λίγες εβδομάδες μετά την καταστροφή της Φουκουσίμα, η Ελβετία, που διαθέτει τέσσερις πυρηνικούς σταθμούς και πέντε αντιδραστήρες οι οποίοι παράγουν το ένα τρίτο της ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας, αποφάσισε να εγκαταλείψει την πυρηνική ενέργεια μέχρι το 2034, επισημαίνοντας ότι η χρονολογία δεν είναι παρά θεωρητική.
Οι ελβετικές αρχές διευκρίνισαν ότι οι πυρηνικοί σταθμοί θα πρέπει να τεθούν εκτός λειτουργίας έπειτα από 50ετή έως 60ετή λειτουργία τους.
Μετά την απόφαση αυτή, η ελβετική κυβέρνηση επεξεργάσθηκε ενεργειακή στρατηγική η οποία θα εφαρμοσθεί σταδιακά μέχρι το 2050.
Η πρώτη φάση αυτής της στρατηγικής, την οποία οι Ελβετοί αποδέχθηκαν με το δημοψήφισμα, έχει ως στόχο τον περιορισμό της κατανάλωσης ενέργειας. Ορίζονται μεταξύ άλλων ενδεικτικά μεγέθη μέσης κατανάλωσης κατ΄άτομο ετησίως: περιορισμός κατά 16% μέχρι το 2020 και κατά 43% μέχρι το 2035 σε σχέση με το επίπεδο της κατανάλωσης το 2000.
Σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία ενέργειας, η ατομική κατανάλωση έχει ήδη μειωθεί κατά 14,5% από το 2000.
«Υψηλό το κόστος μετατροπής του ενεργειακού συστήματος»
Ο νόμος που υποστηρίζει τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως η ηλιακή, η γεωθερμική και η βιομάζα, απαγορεύει την κατασκευή νέων πυρηνικών σταθμών. Οι υπάρχοντες σταθμοί θα μπορούν να παραμείνουν εν λειτουργία για όσο χρονικό διάστημα παραμένει εγγυημένη η ασφάλειά τους.
Ενα είναι βέβαιο: με έναρξη το 1972, ο σταθμός του Muhlenberg, που βρίσκεται στο κέντρο της χώρας, θα σταματήσει οριστικά την λειτουργία του το 2019, όπως ανακοίνωσε το 2015 η εταιρεία που τον διαχειρίζεται, η BKW Energie.
Το πρόγραμμα έγινε δεκτό από το Κοινοβούλιο το περασμένο φθινόπωρο. Ομως το UDC κίνησε τη διαδικασία διεξαγωγής δημοψηφίσματος κατά του νέου νόμου, με το επιχείρημα της αύξησης του κόστους της ενέργειας, της απειλής για την τροφοδοσία της χώρας και την παραμόρφωση του περιβάλλοντος από τα ηλιακά πάνελ και τις ανεμογεννήτριες.
Σύμφωνα με το UDC, η μετατροπή του συνόλου του ενεργειακού συστήματος που προβλέπει ο νέος νόμος θα κοστίσει περί τα 200 δισεκατομμύρια ελβετικά φράγκα (183 δισεκατομμύρια ευρώ) μέχρι το 2050. Για ένα τετραμελές νοικοκυριό, αυτό μεταφράζεται, σύμφωνα με το κόμμα, σε επιπλέον 3.200 ελβετικά φράγκα ετησίως και επιπλέον φόρους.
«Να πληρώνεις επιπλέον 3.200 τον χρόνο για κρύο ντους;», ήταν το σύνθημα του κόμματος στις προεκλογικές του αφίσες.
Από την πλευρά της, η κυβέρνηση υπολογίζει ότι τετραμελές νοικοκυριό με μέση κατανάλωση θα πληρώνει μόνο 40 επιπλέον φράγκα ετησίως και τονίζει ότι αυτό το κόστος μπορεί να εξισορροπηθεί από μεγαλύτερη ενεργειακή αποτελεσματικότητα, για παράδειγμα με τη μείωση του κόστους θέρμανσης.
Θεωρεί επίσης ότι η ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα επιτρέψει την υποστήριξη της οικονομίας και της απασχόλησης στην Ελβετία.