Συνταξιούχους δύο ταχυτήτων που εργάζονται –ανάλογα με το πότε ξεκίνησε η απασχόλησή τους –δημιούργησε ο νόμος Κατρούγκαλου. Με άλλο καθεστώς απασχολούνται όσοι συνταξιούχοι εργάζονταν πριν από τον νόμο και με άλλο όσοι ξεκίνησαν να εργάζονται ύστερα από αυτόν. Μάλιστα, η τάση είναι όλο και περισσότεροι συνταξιούχοι, λόγω της μεγάλης οικονομικής κρίσης και της δραματικής μείωσης των συντάξεων, να απασχολούνται προκειμένου να αποκτήσουν ένα πρόσθετο εισόδημα.
Ο νόμος Κατρούγκαλου (Ν. 4387/2016), σε περίπτωση πουσυνταξιούχοιαναλαμβάνουν εργασία ή αποκτούν δραστηριότητα ή ιδιότητα υποχρεωτικώς υπακτέα στην ασφάλιση του Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης(ΕΦΚΑ),προβλέπει ότι οι ακαθάριστες συντάξεις, κύριες και επικουρικές, καταβάλλονται μειωμένες σε ποσοστό 60% για όσο καιρό απασχολούνται ή διατηρούν την ιδιότητα ή τη δραστηριότητα. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται στο εξής: πριν αναλάβουν εργασία ή αυτοαπασχοληθούν, οισυνταξιούχοιυποχρεούνται να δηλώσουν τούτο στον ΕΦΚΑ καθώς και στο ΕΤΕΑ ή στον φορέα επικουρικής ασφάλισης από τον οποίο συνταξιοδοτούνται. Παράλειψη της δήλωσης συνεπάγεται καταλογισμό εις βάρος του συνταξιούχου του ποσού που έπρεπε να του παρακρατηθεί κατά το χρονικό διάστημα της εργασίας του ή της αυτοαπασχόλησής του, που επιβαρύνεται με ετήσιο επιτόκιο 4,56%, ο δε ΕΦΚΑ δικαιούται να συμψηφίζει το ποσό με μελλοντικές συντάξεις και μέχρι του ύψους του 1/4 της συντάξεως.
ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ. Σημαντικό είναι να αναφερθεί ότι οσυνταξιούχοςπου αναλαμβάνει εργασία ή αυτοαπασχολείται μπορεί να χρησιμοποιήσει τον χρόνο της ασφάλισής του κατά το χρονικό διάστημα της κατά τα ανωτέρω απασχόλησής του ή της περικοπής ή αναστολής καταβολής τηςσύνταξήςτου για την προσαύξηση τηςεπικουρικής σύνταξηςή / και του ανταποδοτικού μέρους της κύριας σύνταξης.
Επισημαινεται ότι τα παραπάνω ισχύουν για όσους συνταξιούχους αρχίζουν να απασχολούνται μετά την έναρξη ισχύος του νόμου Κατρούγκαλου. Για όσους συνταξιούχους όμως απασχολούνται ήδη ισχύει το προηγούμενο καθεστώς. Αυτό σημαίνει ότι:
Στην περίπτωση που έχουν αναλάβει μισθωτή εργασία, υπόκεινται στους εξής περιορισμούς:
α) Για όσους δεν έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος αναστέλλεται η καταβολή της σύνταξης ή των συντάξεων, κύριων και επικουρικών.
β) Μετά τη συμπλήρωση του 55ου έτους, το ποσό της ακαθάριστης κύριας σύνταξης ή του αθροίσματος των συντάξεων που υπερβαίνει τα 970 ευρώ καταβάλλεται μειωμένο κατά (70%).
Για όσους έχουν αναλάβει δραστηριότητα υπακτέα στην ασφάλιση ΟΑΕΕ:
α) Προβλέπεται αναστολή καταβολής της κύριας και επικουρικής σύνταξης μέχρι τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας. Παράλληλα υποχρεούνται στην καταβολή των προβλεπόμενων ασφαλιστικών εισφορών.
β) Μετά τη συμπλήρωση του 55ου έτους, το ποσό της μηνιαίας ακαθάριστης κύριας ή κύριων συντάξεων που υπερβαίνει τα 1.940 ευρώ αναστέλλεται.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΓΡΟΤΕΣ. Διαφορετικό είναι ωστόσο το καθεστώς για τους αγρότες. Ειδικότερα, για αιτήσεις συνταξιοδότησης ασφαλισμένων του πρώην ΟΓΑ που υποβάλλονται εντός του 2017, το ποσό της χορηγούμενης σύνταξης αποτελείται από το άθροισμα δύο επιμέρους ποσών: α) κατά ποσοστό 93,80% από το ποσό που προκύπτει με βάση τις γενικές, ειδικές ή καταστατικές διατάξεις του ΟΓΑ, όπως αυτές ίσχυαν μέχρι τον Ν. 4387/2016, με την επιφύλαξη του άρθρου 40 και β) κατά ποσοστό 6,20% από το άθροισμα εθνικής και ανταποδοτικής σύνταξης. Τα ποσοστά αυτά αυξομειώνονται τα επόμενα χρόνια, ώστε καταληκτικά από 1/1/2031 και εφεξής να χορηγείται μόνο εθνική και ανταποδοτική σύνταξη, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τον Ν. 4387/2016. Ετσι, στις περιπτώσεις συνταξιούχων του πρώην ΟΓΑ από 1/1/2017 και μετά, που συνεχίζουν να ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα για την οποία υφίσταται υποχρέωση ασφάλισης στον ΕΦΚΑ, βάσει των σχετικών διατάξεων υπαγωγής στην ασφάλιση του πρώην ΟΓΑ και δεδομένης της μεταβατικής προσαρμογής του τρόπου υπολογισμού των συντάξεων των ασφαλισμένων του πρώην ΟΓΑ στο νέο καθεστώς συντάξεων (εθνική και ανταποδοτική σύνταξη), οι ρυθμίσεις του άρθρου 20 του Ν. 4387/2016 για την απασχόληση συνταξιούχων έχουν εφαρμογή για όσους συνταξιοδοτούνται από 1/1/2025, καθώς από το έτος αυτό και μετά η συμμετοχή εθνικής και ανταποδοτικής σύνταξης στο συνολικό ποσό της σύνταξης προσεγγίζει και εν συνεχεία υπερβαίνει το 60%, το ποσοστό δηλαδή περικοπής της σύνταξης που ορίζεται στο άρθρο 20 του Ν. 4387/2016.