Τότε, την εποχή της αθωότητάς του, ήταν απολύτως λογικό να ενθουσιάσει. Η εκλογή του αρχηγού δεν είχε πια τη βαριά οσμή της κομματικής καμαρίλας, γινόταν στον καθαρό αέρα μιας ανοικτής διαδικασίας όπου αφοσιωμένοι οπαδοί ή απλώς καλοί φίλοι στήνονταν στις ουρές για να ψηφίσουν τον εκλεκτό τους. Ηταν ένας θρίαμβος της άμεσης δημοκρατίας, ένας ύμνος στην εξωστρέφεια, μια απτή απόδειξη του γεγονότος ότι ήταν δυνατή μια αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στα κόμματα και τους πολίτες.
Φαίνεται όμως ότι καμία αθωότητα δεν κρατάει για πολύ –ιδίως στην πολιτική. Η εκλογή του αρχηγού από τη βάση έχει χάσει πια την καταστατική της πρόθεση. Για να εξελιχθεί σε μια διαδικασία όπου ούτε ο καθαρός αέρας δεν μπορεί να σκεπάσει εκείνη την παλιά οσμή. Ο Τζέρεμι Κόρμπιν, ας πούμε, επανεξελέγη στην ηγεσία των Εργατικών επειδή γράφτηκαν σωρηδόν στους εκλογικούς καταλόγους οι μαχητικοί κολλητοί του από τα συνδικάτα. Αναλόγως, η διαδικασία στη Γαλλία εξελίχθηκε σε μια εσωστρεφή μάχη ιδεολογικής ορθοδοξίας από την οποία ωφελήθηκε ο ελάχιστα δημοφιλής Μπενουά Αμόν. Και χθες στην Ισπανία ο Πέδρο Σάντσεθ επανέλαβε τον ίδιο άθλο.
Εχει τη σημασία του ότι η εκλογή του αρχηγού από τη βάση εκδικείται τους εμπνευστές της, δηλαδή τα κεντροαριστερά κόμματα. Αλλά ακόμη μεγαλύτερη σημασία ότι εξελίχθηκε σε μια αποστολή αυτοκτονίας: οι εκλεκτοί που ψηφίζονται από τους δραστήριους πιστούς τους πατώνουν στις γενικές εκλογές. Κάτω από αυτό το πρίσμα, η εγχώρια Κεντροαριστερά δεν έχει πολλές επιλογές. Η μία είναι να παραδοθεί σε αυτόν που ελέγχει τους λίγους της βάσης και τίποτε άλλο. Και η άλλη να επιλέξει εκείνον που έχει τις καλύτερες πιθανότητες απέναντι στον εχθρό.