Το χρέος της χώρας μας ομολογουμένως θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τον ιστορικό του μέλλοντος για να αντιληφθεί καλύτερα τι ακριβώς έκανε εδώ γύρω κάθε πολιτική δύναμη. Για παράδειγμα, θα βγάλει σαφές συμπέρασμα για διάφορους που θεωρούν πως το ποσό των 326, 5 δισ. –τόσο ανέρχεται για τις 31 Μαρτίου 2017 από τα στοιχεία του Οργανισμού Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους –είναι βιώσιμο και άρα μπορεί να το αποπληρώσει η χώρα. Για διάφορους που δεν βλέπουν τον τρόπο που αυτό συσσωρεύτηκε. Και προφανώς όχι από την άκοπη απόδειξη τυρόπιτας του μικροκαταναλωτή. Η εκροή πλούτου στο εξωτερικό ή τα σκανδαλώδη επιτόκια δανεισμού θα μπορούσαν να προσμετρηθούν ως βασικοί λόγοι για το άλγος του χρέους. Που με τη σειρά του έχει φτιάξει αυτόν τον δυσβάστακτο μηχανισμό επιτήρησης για τη χώρα, εντός του οποίου σαν κοτόπουλα ζαλισμένα κινούνται οι σημερινοί πολιτικοί παίχτες.
Ο ιστορικός του μέλλοντος, βέβαια, θα σταθεί και σε αυτούς που από τη μονομερή διαγραφή του χρέους αναδιπλώθηκαν στην επιμήκυνση της αποπληρωμής του. Ακόμη και σε εκείνους που έστησαν ολόκληρα κόμματα γύρω από τη λεγόμενη σεισάχθεια και μη πληρωμή του. Το βέβαιο είναι πως εδώ που έχουμε φτάσει θα πρέπει να σκεφτούμε αν τα προγράμματα διάσωσης της χώρας βοήθησαν την αποπληρωμή του, το μείωσαν ή απλώς αν επιτήρησαν τους όρους συμπίεσης του εργατικού κόστους με πρόφαση πως βοηθούν στην εξυπηρέτησή του. Αν εν ολίγοις το μέγα χρέος έφερε τα Μνημόνια και τα Μνημόνια απλώς το κράτησαν ψηλά.
Σήμερα που αναζητείται μια εθνική γραμμή για το όλο ζήτημα είναι αναγκαίο για όλες τις πολιτικές δυνάμεις να θυμούνται πως το μη κούρεμα του χρέους αργά ή γρήγορα θα βυθίσει κι άλλο την οικονομία. Για τον μικρόκοσμο του ελληνικού καπιταλισμού –βαθιά περιπλεγμένου βέβαια με τα διεθνή συμβάντα –είναι αναγκαία σήμερα μια συζήτηση για το χρέος, μια μελέτη βιωσιμότητάς του –που είναι κάτι άλλο από τη συνολική κουβέντα για αυτό –και βέβαια, έστω και αργά, μια υπαγωγή της χώρας στην ποσοτική χαλάρωση. Οι υποτελείς τάξεις δεν έχουν να περιμένουν κάτι θεαματικό για τις τσέπες τους, στον βαθμό όμως που δεν προκύπτει μια εναλλακτική ριζική λύση, είναι το ελάχιστο για την όποια –το τονίζουμε το «όποια» –κανονικότητα.