Τα έσοδα του προϋπολογισμού εμφανίζουν βαθιές ρωγμές. Το ίδιο και οι προοπτικές ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας όπως προκύπτει από τα στοιχεία που μαρτυρούν σημαντική υποεκτέλεση του προγράμματος δημόσιων επενδύσεων σε ένα περιβάλλον πολύμηνης αβεβαιότητας.

Η παράλληλη υπερσυμπίεση των δημόσιων δαπανών, όμως, καμουφλάρει τις αρρυθμίες και ο προϋπολογισμός στο τετράμηνο εμφανίζει πρωτογενές πλεόνασμα υπερδιπλάσιο σε σχέση με τους στόχους. Πόσο θα διαρκέσει το success story του πλεονάσματος, άγνωστο. Οπως άγνωστο παραμένει επίσης εάν τους επόμενους μήνες μια σειρά από φοροέσοδα, μεταξύ των οποίων φόροι εισοδήματος φυσικών προσώπων, ΦΠΑ και φόροι κατανάλωσης, θα ανακάμψουν ή η πορεία τους συνιστά βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια του προϋπολογισμού υπό το βάρος της υπερφορολόγησης αλλά και των εξοντωτικών ασφαλιστικών εισφορών.

Τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών δείχνουν υστέρηση των καθαρών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού κατά 827 εκατ. ευρώ στο τετράμηνο Ιανουαρίου – Απριλίου. Με την πρώτη ματιά ξεχωρίζουν επιμέρους υστερήσεις εσόδων 666 εκατ. ευρώ στα έσοδα του προγράμματος δημόσιων επενδύσεων και 411 εκατ. ευρώ στα έσοδα αποκρατικοποιήσεων. Τα φορολογικά έσοδα φαινομενικά πηγαίνουν καλά, με υπέρβαση 534 εκατ. ευρώ έναντι των στόχων.

Η επιμέρους ανάλυση φορολογικών εσόδων, όμως, αναδεικνύει σημαντικά προβλήματα. Τα έσοδα από φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων εμφανίζουν αξιοσημείωτη υστέρηση 190 εκατ. ευρώ ή 8,7% σε σχέση με τον στόχο τετραμήνου, εξέλιξη η οποία θα πρέπει ενδεχομένως να αξιολογηθεί υπό το πρίσμα και των αυξημένων ασφαλιστικών εισφορών. Μπλοκάκια έκλεισαν κατά χιλιάδες τους προηγούμενους μήνες, η λύση της έκδοσης απόδειξης δαπάνης ή ακόμα χειρότερα χωρίς κανένα παραστατικό (μαύρα) για να γλιτώσουν οι εργαζόμενοι από τις εισφορές ενδέχεται να συνδέεται με τη σημαντική μείωση των εσόδων από φόρο εισοδήματος μέσω της μηνιαίας παρακράτησης.

ΚΑΜΠΑΝΑΚΙ. Σήμα κινδύνου εκπέμπουν και οι εισπράξεις από ΦΠΑ σε πετρελαιοειδή, καπνό και λοιπά προϊόντα με το συνολικό μέγεθος της υστέρησης στο τετράμηνο να υπερβαίνει τα 230 εκατ. ευρώ, ενώ σε περίπου 300 εκατ. ευρώ ανέρχεται η υστέρηση από φόρους κατανάλωσης μετά την καταιγίδα αυξήσεων στους έμμεσους φόρους. Μέρος αυτών των υστερήσεων καλύφθηκε από τις καλύτερες επιδόσεις άλλων κατηγοριών φορολογικών εσόδων, όπως για παράδειγμα ο φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων (21 εκατ. ευρώ) αλλά κυρίως των άμεσων και έμμεσων φόρων παρελθόντων οικονομικών ετών κατά περίπου 500 εκατ. ευρώ. Η τελευταία αυτή παράμετρος συνδέεται τόσο με το πρωτοφανές κύμα κατασχέσεων όσο και τη ρύθμιση για τη οικειοθελή αποκάλυψη αδήλωτων κεφαλαίων, η προθεσμία για την οποία όμως εκπνέει στα τέλη Μαΐου.

Συνολικά τα καθαρά έσοδα του τακτικού προϋπολογισμού εμφανίζουν υστέρηση 161 εκατ. ευρώ στο τετράμηνο σε σχέση με τον στόχο.

Οι αρρυθμίες στα έσοδα δεν στάθηκαν ικανές να διαταράξουν τη θετική πορεία του πρωτογενούς πλεονάσματος για τον απλό λόγο ότι σε χρόνο παράλληλο και οι δημόσιες δαπάνες έχουν υποστεί την κλασική πλέον υπερσυμπίεση (-1,159 δισ. ευρώ οι δαπάνες του τακτικού προϋπολογισμού, -1,728 δισ. ευρώ οι δαπάνες του κρατικού).

ΨΑΛΙΔΙ ΔΑΠΑΝΩΝ. Μειωμένες έναντι του στόχου ήταν κυρίως οι επιχορηγήσεις νοσοκομείων, ΥΠΕ – ΠΕΔΥ κατά 85 εκατ. ευρώ, το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης κατά 169 εκατ. ευρώ, οι επιδοτήσεις γεωργίας κατά 150 εκατ. ευρώ (κυρίως για την κάλυψη ελλείμματος του ΕΛΕΓΕΠ), οι αποδοχές και συντάξεις κατά 134 εκατ. ευρώ, οι αποδόσεις στην Ευρωπαϊκή Ενωση κατά 332 εκατ. ευρώ και τα επιδόματα πολυτέκνων κατά 55 εκατ. ευρώ. Κάπως έτσι, το πρωτογενές πλεόνασμα στο τετράμηνο έφτασε τα 1,726 δισ. ευρώ, χαμηλότερο από τα 1,906 δισ. ευρώ του αντίστοιχου περσινού διαστήματος, αλλά υπερδιπλάσιο σε σχέση με τον στόχο για πλεόνασμα 798 εκατ. ευρώ.

Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι στο τετράμηνο ο ΕΦΚΑ είχε απορροφήσει το 71,4% της ετήσιας χρηματοδότησης που προβλέπεται από το Δημόσιο προκειμένου για την κάλυψη των εργοδοτικών εισφορών. Το Δημόσιο, ως εργοδότης, κατέβαλε στον ΕΦΚΑ εισφορές ύψους 233 εκατ. ευρώ, που αντιστοιχούν στο 71,4% της συνολικής ετήσιας χρηματοδότησης, δίνοντας ανάσα στο Υπερταμείο για την κάλυψη των αναγκών πληρωμής συντάξεων, την ώρα που η εισπραξιμότητα των ασφαλιστικών εισφορών μήνα με τον μήνα υποχωρεί σε χαμηλότερα επίπεδα.