Ειδικά σε ό,τι αφορά το νέο ωράριο, οι νοσοκομειακοί γιατροί βρίσκονται σε θέση άμυνας, επιμένοντας ότι οι προωθούμενες αλλαγές απέχουν μακράν από τον στόχο της εναρμόνισης της χώρας με το ευρωπαϊκό δίκαιο, που ορίζει το 48ωρο ως ανώτατο χρόνο εβδομαδιαίας εργασίας.
ΤΟ ΩΡΑΡΙΟ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ. Η καθιέρωση των 12 ωρών ως ανώτατου χρόνου συνεχόμενης εργασίας των γιατρών του ΕΣΥ είναι η βασική αλλαγή που προωθεί το υπουργείο Υγείας στο ωράριο των νοσοκομειακών γιατρών. Και παρόλο που η ρύθμιση αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί θετική για το κουρασμένο προσωπικό, εκείνοι που φορούν καθημερινά άσπρες μπλούζες και βιώνουν τις τραγικές ελλείψεις σημειώνουν ότι το σχέδιο είναι ανέφικτο.
Ο Ηλίας Σιώρας αντλεί την πεποίθηση ότι το σχέδιο είναι ανεφάρμοστο και από το γεγονός ότι οι προσλήψεις μόνιμου προσωπικού είναι ελάχιστες σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες.
Ενδεικτικά αναφέρει την περίπτωση του Ευαγγελισμού: «Πρόσφατα το νοσοκομείο ανακοίνωσε την άμεση ανάγκη κάλυψης 50 θέσεων. Στην πράξη, μόνο μία κενή θέση θα καλυφθεί έπειτα από προκήρυξη για μόνιμο προσωπικό, ενώ εγκρίθηκε προϋπολογισμός για επιπλέον 22 επικουρικούς γιατρούς».
Η ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΥΓΕΙΑ ΑΣΘΕΝΕΙ. Εν τω μεταξύ, για οδυνηρά αποτελέσματα στην υγεία των πολιτών κάνουν λόγο οι γιατροί, αναφερόμενοι στις προωθούμενες αλλαγές στην πολύπαθη Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ).
Στο πλαίσιο αυτό, σε ανοιχτή επιστολή ο καρδιολόγος και πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Σωματείων Κλινικοεργαστηριακών Ειδικοτήτων (ΠΟΣΚΕ) Φώτιος Ν. Πατσουράκος διευκρινίζει ότι το σχέδιο νόμου που εκπονήθηκε από την κυβέρνηση και τέθηκε σε διαβούλευση απορρίφθηκε σχεδόν από το σύνολο του ιατρικού κόσμου και τους ιατρικούς συλλόγους με το αίτημα της διαπραγμάτευσης από μηδενική βάση.
Επιπλέον, ο ίδιος λέει ότι «ο θεσμός του οικογενειακού γιατρού, που φυσικά είναι καλοδεχούμενος, πρέπει να είναι δικαίωμα και όχι υποχρέωση του πολίτη». Και εγείρει ενστάσεις για τον ρόλο του «φύλακα» (gatekeeper) που αναλαμβάνει ο οικογενειακός γιατρός, καθώς ορίζεται ως αποκλειστικά υπεύθυνος για την έγκριση των παραπομπών των ασθενών, μέσω ενός ηλεκτρονικού συστήματος, στα νοσοκομεία και τα διαγνωστικά κέντρα (είτε είναι δημόσια είτε ιδιωτικά).