Οι ειδικοί χαρακτηρίζουν την ατμοσφαιρική ρύπανση «σιωπηλό δολοφόνο». Και αυτός ο σιωπηλός δολοφόνος έγινε πλέον παγκόσμιος. Τα στοιχεία του ΠΟΥ είναι αποκαλυπτικά: το 92% του παγκόσμιου πληθυσμού αναπνέει μολυσμένο αέρα, με συνέπεια κάθε χρόνο τρία εκατομμύρια άνθρωποι να χάνουν τη ζωή τους από ασθένειες που σχετίζονται με την ατμοσφαιρική ρύπανση.
Τη Δευτέρα 5 Ιουνίου γιορτάζεται η Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος. Περιβάλλον σημαίνει –πάνω απ’ όλα –υγεία και ποιότητα ζωής. Δυστυχώς, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, το 24% της νοσηρότητας και το 23% όλων των θανάτων αποδίδονται σε περιβαλλοντικούς παράγοντες.
Το φετινό αφιέρωμα των «ΝΕΩΝ», με αφορμή τον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Περιβάλλοντος, αρχίζει με την αποτύπωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, η οποία τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας –κυρίως –της οικονομικής κρίσης, εκτοξεύτηκε στα ύψη,τις επιπτώσεις που έχει στην ανθρώπινη υγεία και, στη συνέχεια, επεκτείνεται σε όλα τα ανοιχτά μέτωπα – πληγές του περιβάλλοντος.
Οι επιστήμονες είναι ξεκάθαροι. Η κλιματική αλλαγή δεν είναι κάτι που θα συμβεί αύριο. Συμβαίνει τώρα. Είναι πλέον και επιστημονικά τεκμηριωμένο ότι η υγεία των ανθρώπων επηρεάζεται από το κλίμα. Και ο παράγοντας που έχει συσχετιστεί περισσότερο με την υγεία είναι η θερμοκρασία του περιβάλλοντος. Πολλοίείναι, άλλωστε, όσοι θυμούνται τον φονικό καύσωνα του 1987 στην Αθήνα,ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα περίπου 2.000 θανάτους, αλλά και τον πιο πρόσφατο (του 2003) στη Δυτική Ευρώπη με 70.000 θανάτους.
Αναπνέουµε µολυσµένο αέρα
Οι κάτοικοι του Λεκανοπεδίου (αλλά κι άλλων περιοχών της Ελλάδας) αναπνέουν μολυσμένο αέρα, ο οποίος ευθύνεται για αναπνευστικά προβλήματα, εγκεφαλικά και καρκίνο του πνεύμονα.
Την τελευταία δεκαετία,τα επίπεδα του όζοντος παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, τα αιωρούμενα σωματίδια με διάμετρο μικρότερη των 10 και 2,5 μικρόμετρων(ΡΜ 10 και ΡΜ 2,5) κάνουν πάρτι, ενώ το «παρών» δίνουν και οι συγκεντρώσεις των οξειδίων του αζώτου που επηρεάζουν το αναπνευστικό σύστημα –ιδίως σε περιοχές με έντονη κυκλοφοριακή κίνηση. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά τα οξείδια του αζώτου (ΝΟx),το παρήγορο είναι, σύμφωνα με τους ερευνητές του Αστεροσκοπείου, ότι δεν παρουσιάζουν αυξητική τάση, κυρίως λόγω της επιβράδυνσης της βιομηχανικής δραστηριότητας εξαιτίας της οικονομικής κρίσης,αλλά και της χρήσης αυτοκινήτων με κινητήρες νέας τεχνολογίας.
Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι τα NOx είναι κατεξοχήν ρύποι που εκπέμπονται από τα πετρελαιοκίνητα αυτοκίνητα και αποτελούν νέο πρόβλημα με την αύξησή τους σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις. Στην Ευρώπη, σύμφωνα με ειδικούς, οι εκπομπές ρύπων των οχημάτων ευθύνονται για 75.000 πρόωρους θανάτους. Επιπλέον, επιστήμονες από τηLondonSchoolofEconomicsπαρατήρησαν, εξετάζοντας στοιχεία μιας πενταετίας, πως αύξηση των επιπέδων ΝΟx κατά μόλις ένα μικρογραμμάριο ανά κυβικό μέτρο αέρα συνοδευόταν από αύξηση κατά 2% στα τροχαία ατυχήματα των αστικών κέντρων.
Στο μεταξύ, σε ό,τι αφορά το όζον, στην Ελλάδα παρατηρείται κατά μέσον όρο αυξητική τάση των συγκεντρώσεων κατά 0,71 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο αέρα ετησίως –κυρίως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.
Αύξηση κατά 10 μg/m3 στην προσωπική έκθεση σε όζον συνδέεται με 19% αύξηση στην εμφάνιση αναπνευστικού συμπτώματος. Επίσης υπάρχει σχέση με μικρή μείωση της αναπνευστικής λειτουργίας και της συγκέντρωσης μονοξειδίου του αζώτου στον εκπνεόμενο αέρα που αποτελεί δείκτη φλεγμονής. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει στο πλαίσιο του προγράμματοςRespoze (η επιτόπια έρευνα έγινε το 2013-2014),όπου μελετήθηκαν οι βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν την έκθεση των παιδιώνηλικίας 10 και 11 ετών στο όζον της ατμόσφαιρας σε αντιπροσωπευτικό δείγμα μαθητών σε σχολεία της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.
Επίσης, από την έρευνα προέκυψε πως όταν αυξάνεται η συγκέντρωση του όζοντος στον εξωτερικό χώρο, αυξάνεται και η προσωπική έκθεση. Ετσι, για παράδειγμα, όταν η συγκέντρωση σε εξωτερικούς χώρους αυξάνεται κατά 10 μg/m3, η προσωπική έκθεση αυξάνεται κατά 20,9%. Επιπλέον, όπως φάνηκε, μισή ώρα περισσότερος χρόνος σε μετακίνηση συνδέεται με αύξηση της προσωπικής έκθεσης κατά 7%.
Τα αιωρούµενα σωµατίδια κάνουν πάρτι
Την ίδια ώρα, οι συγκεντρώσεις των αιωρούμενων σωματιδίων δεν κάνουν διακρίσεις ανάλογα με την εποχή, ενώ οι υπερβάσεις του διοξειδίου του αζώτου είναι πιο έντονες στο κέντρο της Αθήνας. Τα στοιχεία για την ατμοσφαιρική ρύπανση προκύπτουν από την έρευνα που διεξήχθη από το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών και τον Δημόκριτο. Η έρευνα που παρουσιάστηκε στα«ΝΕΑ» τον Οκτώβριο του2016βασίστηκε στα δεδομένα από τους σταθμούς ρύπανσης του υπουργείου Περιβάλλοντος για τη χρονική περίοδο 2003-2014 στο Λεκανοπέδιο Αθηνών, στα Μεσόγεια και στο Θριάσιο. Η αύξηση των εκπομπών των αιωρούμενων σωματιδίων τα τελευταία χρόνια αντικατροπτίζει το μέγεθος του προβλήματος. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι στην Αττική οι εκπομπές των αιωρούμενων σωματιδίων πριν από την κρίση –το 2007 –προέρχονταν κατά 47% από σταθερές πηγές καύσης (καύση ξύλων) και το 2011 ξεπέρασαν το 54% εξαιτίας της καύσης της βιομάζας για θέρμανση.
Το συμπέρασμα εδώ, σύμφωνα με ειδικούς, είναι πως αυξάνονται οι εκπομπές από καύση βιομάζας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυξήθηκαν συνολικά.
Και τον φετινό χειμώνα (2016 -2017) η σωματιδιακή ρύπανση από την καύση της βιομάζας επιβάρυνε την ατμόσφαιρα.Ωστόσο, φέτος, σύμφωνα με τη δρα Βασιλική Ασημακοπούλου, μηχανικό περιβάλλοντος στην ερευνητική ομάδα του Αστεροσκοπείου, «σταθήκαμε λίγο περισσότερο τυχεροί». Και αυτό, όπως λέει, «οφείλεται στο γεγονός ότι φύσηξε περισσότερο».
Πάνω από το όριο συναγερµού η Ελλάδα
Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), για να θεωρείται ο αέρας καθαρός σε μια περιοχή, οι συγκεντρώσεις των αιωρούμενων σωματιδίων (PM10) δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα 20 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο αέρα. Σημείωση: 10 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο αέρα είναι το όριο για τα PM 2,5.
Οι μετρήσεις όμως στην Ελλάδα προκαλούν ανησυχία. Κι αυτό διότι η μέση ετήσια συγκέντρωση τωνPM10 είναι 34 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο αέρα, σύμφωνα με την έκθεση του ΠΟΥ.
Η έρευνα έδειξε ότι τα πιο συχνά επεισόδια ατμοσφαιρικής ρύπανσης σχετίζονται με υψηλές συγκεντρώσεις όζοντος και αιωρούμενων σωματιδίων. Οι υψηλές συγκεντρώσεις όζοντος εντοπίζονται συνήθως τη θερμή περίοδο του έτους, ενώ των αιωρούμενων σωματιδίων σχετίζονται με τη μεταφορά σκόνης από τη Σαχάρα, ειδικά όταν πνέει νότιος άνεμος.
Βαριές οι επιπτώσεις της αφρικανικής σκόνης
Εξαιτίας –κυρίως –της ερημοποίησης που καταγράφεται στη Σαχάρα, η αφρικανική σκόνη έχει αυξήσει τα τελευταία χρόνια τις«εμφανίσεις της»στην Ελλάδα. Και οι επιστήμονες εμφανίζονται ιδιαίτερα ανησυχητικοί για τις επιπτώσεις που έχει η τοξική αφρικανική σκόνη στην υγεία και στο περιβάλλον. Για το θέμα αυτό δημοσιεύτηκαν το 2011 δυο μελέτες από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Οι μελέτες εστίασαν στην ολική θνησιμότητα και στις εισαγωγές παιδιών στα νοσοκομεία τις ημέρες που υπάρχει σκόνη και όταν δεν υπάρχει κι αν τότε τα αιωρούμενα σωματίδια είναι πιο βλαπτικά.
Η πρώτη μελέτη (Ευαγγελία Σαμόλη – Κλέα Κατσουγιάννη)έδειξε ότι τις ημέρες που υπάρχει μεταφορά της σκόνης η ημερήσια θνησιμότητα αυξάνεται κατά 3% σε σχέση με τις μέρες που δεν υπάρχει σκόνη.
Και για τους ανθρώπους που είναι από 75 χρονών και πάνω η αύξηση της θνησιμότητας είναι περίπου 5%. Για τα αιωρούμενα σωματίδια προέκυψε ότι δεν είναι περισσότερο τοξικά, αλλά περισσότερα ως ποσότητα και, άρα, βλαπτικά.
Στην Ευρώπη –με βάση στοιχεία του 2015 –έχουμε ετησίως 11.100 θανάτους εξαιτίας της έκθεσης του πληθυσμού στα αιωρούμενα σωματίδια.
Στηδεύτερη μελέτη(Ευαγγελία Σαμόλη – Κωνσταντίνος Πρίφτης – Κλέα Κατσουγιάννη) εξετάστηκαν οι εισαγωγές παιδιών με κρίση άσθματος τις ημέρες με και χωρίς σκόνη.
Τα αποτελέσματα έδειξαν πως όταν υπάρχει μεταφορά σκόνης από τη Σαχάρα, για κάθε αύξηση κατά 10 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο αέρα (μg/m3) των αιωρούμενων σωματιδίων (ΡΜ 10) υπάρχει αύξηση των εισαγωγών στα νοσοκομεία κατά 4,12%. Οταν δεν μεταφέρεται σκόνη, για κάθε αύξηση κατά 10 μg/m3 η αύξηση στις εισαγωγές είναι 2,06%.
Σύμφωνα με την καθηγήτρια Βιοστατικής και Επιδημιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών Κλέα Κατσουγιάννη, στις μακροχρόνιες επιδράσεις των αιωρούμενων σωματιδίων (PM10) συγκαταλέγεται, όπως έχει τεκμηριωθεί, και η απώλεια για τους κατοίκους της Αθήνας ενός έτους (!) από το προσδόκιμο επιβίωσης στην ηλικία των 30 χρόνων. Μάλιστα, όπως αναφέρει, βάσει μελέτης με δεδομένα από 17 περιοχές της Ευρώπης (που δημοσιεύτηκε το 2013 στο επιστημονικό περιοδικό «Lancet Oncology»), προέκυψε ότι ο κίνδυνος να πάθει κάποιος καρκίνο του πνεύμονα αυξάνεται κατά 22% αν ζει σε μια περιοχή με συγκέντρωση αιωρούμενων σωματιδίων μεγαλύτερη κατά 10 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο αέρα.
Η αύξηση της θερμοκρασίας αυξάνει και τον κίνδυνο
Είναι πλέον γνωστό ότι το κλίμα και οι καιρικές συνθήκες αποτελούν σημαντικές συνιστώσες που επηρεάζουν την ανθρώπινη υγεία (Εκθεση για τις Περιβαλλοντικές, Οικονομικές και Κοινωνικές Επιπτώσεις της Κλιματικής Αλλαγής στην Ελλάδα / Ιούνιος 2011).
Εδώ καταλυτική είναι η επίδραση της θερμοκρασίας. Ηεπίδρασήτηςστηνυγεία ερευνήθηκεστοπλαίσιοτουπολυκεντρικούπρογράμματοςPHEWE (Assessment and Prevention of Acute Health Effects of Weather Conditions in Europe). Toπρόγραμμα χρηματοδοτήθηκε από την ΕΕ και χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα από 15 ευρωπαϊκές πόλεις για τα έτη 1990-2000. Γιακάθε βαθμό αύξησης της θερμοκρασίας πάνω από το όριο ελάχιστης θνησιμότητας ανά πόλη εκτιμήθηκε περίπου αύξηση 1,8% στην ημερήσια θνησιμότητα στις πόλεις της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης (Βουδαπέστη, Δουβλίνο, Ελσίνκι, Ζυρίχη, Λονδίνο, Παρίσι, Πράγα και Στοκχόλμη) και 3,1% στις μεσογειακές πόλεις (Αθήνα, Βαλένθια, Βαρκελώνη, Λουμπλιάνα, Μιλάνο, Ρώμη και Τορίνο).
Προέκυψε ακόμη πως στις μεσογειακές πόλεις οι τιμές της θερμοκρασίας που αντιστοιχούν στην ελάχιστη θνησιμότητα ήταν υψηλότερες από αυτές των πόλεων της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης. Επίσης προέκυψε μεγαλύτερη αύξηση στη θνησιμότητα στις μεσογειακές (θερμότερες) πόλεις: άνω του 5% στην Αθήνα και τη Ρώμη, ενώ στο Λονδίνο η αύξηση ήταν 1,5%. Μεγαλύτερη αύξηση παρατηρήθηκε στη θνησιμότητα από αναπνευστικά και καρδιαγγειακά αίτια στους ηλικιωμένους (άνω των 75 χρονών), γεγονός που υποδηλώνει ότι οι ηλικιωμένοι αποτελούν ομάδα αυξημένου κινδύνου.
Οι ειδικοί έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τόσο η ένταση όσο και η διάρκεια των καυσώνων επηρεάζουν τον κίνδυνο θνησιμότητας.
Οι καύσωνες με μεγάλη διάρκεια σχετίζονται με 1,5 έως και 5 φορές μεγαλύτερη αύξηση της θνησιμότητας. Επιπλέον, και οι καύσωνες με υψηλότερες θερμοκρασίες (ένταση) σχετίζονται με μεγαλύτερη αύξηση της θνησιμότητας.