Δύο εβδομάδες έχουν περάσει και το συμπέρασμα των περισσοτέρων μοιάζει ακόμα πιο βέβαιο: η 14η Διεθνής Εκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης, κρινόμενη με βάση είτε την προσέλευση είτε τις πωλήσεις των εκδοτών είτε το ύφος, την πληθώρα και τη διοργάνωση των εκδηλώσεων είτε επίσης την παρουσία διεθνών προσκεκλημένων, σημείωσε κάτι παραπάνω από επιτυχία. Μικρή σημασία έχει που έλειπε ο θεσμός της τιμώμενης χώρας: το κεντρικό αφιέρωμα με τον τίτλο «Η αναζήτηση του Νότου», ως ενιαίου πεδίου σε λογοτεχνία, ιστορία ή πολιτική, αλλά και οι θεματικοί άξονες για τον έναν αιώνα της Ρωσικής Επανάστασης, για τα εξηντάχρονα από τον θάνατο του Νίκου Καζαντζάκη, για το Προσφυγικό και για το Πολιτιστικό Ετος Ελλάδας – Κίνας, καθώς και η Παιδική Γωνιά, το Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών και το Φεστιβάλ Μετάφρασης, προσείλκυσαν 25% περισσότερους επισκέπτες από πέρυσι. Υπήρχαν ομιλίες ή εκδηλώσεις, με θεατές που θα γέμιζαν άλλη μια αίθουσα. Το να σχεδιάσεις ένα «ατομικό πρόγραμμα παρακολούθησης» σήμαινε πολλές τσακισμένες σελίδες και υποσημειώσεις στον οδηγό εκδηλώσεων. Τι το τόσο ενδιαφέρον είχαν πια;

Ας πάρουμε για παράδειγμα την εκδήλωση που διοργάνωσαν το βράδυ της Παρασκευής, 12 Μαΐου, το Ελληνικό Ιδρυμα Πολιτισμού (οργανωτής και της έκθεσης συνολικά) και οι εκδόσεις Καστανιώτη, με θέμα την περιβόητη δήλωση του Γερούν Ντεϊσελμπλούμ «Δεν μπορείτε να ξοδεύετε όλα τα λεφτά σε ποτά και γυναίκες και μετά να ζητάτε βοήθεια»: ο Γάλλος Πασκάλ Μπρικνέρ, ο Περουβιανός κάτοικος Βαρκελώνης Σαντιάγο Ρονκαλιόλο και ο Μιχάλης Μοδινός, υπό τον συντονισμό της δημοσιογράφου Μικέλας Χαρτουλάρη, είχαν ένα κοινό που περίμενε υπομονετικά από την προηγούμενη ομιλία της ίδιας αίθουσας. Πώς σχολίασαν λοιπόν τη δήλωση; «Παλιά οι Ευρωπαίοι ένιωθαν μέρος ενός κοινού πρότζεκτ κοινωνικής ελευθερίας. Πλέον, το μέρος όπου ανήκουν γίνεται ολοένα πιο μικρό: Ευρώπη, Ισπανία, Καταλωνία, κόμμα. Αρα, έχουν περισσότερους ξένους γύρω τους» παρατηρούσε ο Ρονκαλιόλο για τις διαχωριστικές γραμμές εντός της Γηραιάς Ηπείρου. Ο Μπρικνέρ θύμιζε πως «και στη Γαλλία θα ξεπληρωθεί δύσκολα το χρέος ή στις ΗΠΑ, κανείς όμως δεν ασχολείται μαζί τους. Περιμένω λοιπόν έναν έξυπνο ηγέτη που θα πει “ας δούμε τι θα κάνουμε”. Στη Βίβλο υπήρχε το Ιωβηλαίο, όπου κάθε πενήντα χρόνια απελευθερώνονταν οι σκλάβοι και όλα άρχιζαν από την αρχή». Κι ο Μοδινός, αφού εξηγούσε ότι η δήλωση του Ντεϊσελμπλούμ μάς ενόχλησε επειδή από έναν πολιτικό περιμέναμε μια λιγότερο μπρούτα γλώσσα ή επειδή προήλθε από έναν Βορειοευρωπαίο προτεσταντικής κουλτούρας, αναρωτιόταν «γιατί αφού τρώγαμε τα λεφτά σε ποτά και γυναίκες δεν παρενέβαινε εγκαίρως η Ευρώπη;».

Πουριτανικές ΗΠΑ

Ειδικά ο Μπρικνέρ, δημοφιλής στην Ελλάδα τόσο για τα «Μαύρα φεγγάρια του έρωτα» όσο και για το «Ενας καλός γιος» (Πατάκης), προσείλκυσε πολύ κόσμο και στην ατομική του εκδήλωση. Η κουβέντα πήγε κατ’ αρχάς στην Αμερική, που κάποτε «θεωρούσε τη γαλλική λογοτεχνία ένα τίποτα». Που έγινε «ακόμα πιο πουριτανική» ή που το φιλελεύθερο κομμάτι της γνωρίζει ότι, «αν η Ευρώπη χαθεί τότε η ίδια θα βυθιστεί στον ρατσισμό». «Είναι η χώρα του συναισθηματισμού αλλά και της βίας, του Φρανκ Σινάτρα και των μιούζικαλ, αλλά και των χιλιάδων όπλων ή των μαύρων που σκοτώνονται από την αστυνομία. Η χώρα που αντανακλά τα χειρότερα και τα καλύτερα χαρακτηριστικά του δυτικού πολιτισμού» έλεγε ο γάλλος συγγραφέας. Ενός δυτικού πολιτισμού πάντως που δεν αντιδρά στο ριζοσπαστικό Ισλάμ λόγω φόβου αλλά στη βάση της λογικής: όταν στη Γαλλία έχεις εκατοντάδες θύματα της τρομοκρατίας, «δεν μπορείς παρά να αναρωτιέσαι για όλα αυτά» ήταν η θέση του. Στο ζήτημα της αντιμετώπισης της θρησκείας στη δημόσια σφαίρα και σε περιοδικά όπως το «Σαρλί Εμπντό», ο Μπρικνέρ δεν ήταν λιγότερο επιφυλακτικός: «Εχουμε δικαίωμα να κοροϊδέψουμε τον χριστιανισμό ή τον ιουδαϊσμό, αλλά αν το κάνουμε στο Ισλάμ, μας χαρακτηρίζουν ρατσιστές» παρατηρούσε. «Η πρόκληση είναι μια νέα συμφωνία μεταξύ του γαλλικού κράτους και του γαλλικού Ισλάμ. Η ιδιότητα του πολίτη είναι πιο σημαντική από τη θρησκεία».

«Αυτό που χρειαζόμαστε περισσότερο σήμερα, νομίζω ότι είναι η ανεκτικότητα. Σημαίνει το άνοιγμα προς τον άλλο, με την έννοια ότι η διαφορετικότητά του όχι μόνο δεν με ενοχλεί, αλλά και με ενδιαφέρει» έλεγε σε άλλη, σαββατιάτικη εκδήλωση ο Ματιάς Ενάρ, νικητής του Βραβείου Γκονκούρ 2015 για το μυθιστόρημα «Πυξίδα» (Στερέωμα), ενώ συζητούσε με τη μεταφράστριά του Σοφία Διονυσοπούλου. Ο γάλλος συγγραφέας μιλούσε εκ πείρας: έχοντας ζήσει στη Συρία της δεκαετίας του ’90, έχοντας αντιληφθεί ότι η ταυτότητα, καθότι ζήτημα προσμείξεων και συγχωνεύσεων, είναι κάτι που βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση, έχοντας καταλήξει ότι «δεν υπάρχει το ταυτόσημο χωρίς το διαφορετικό», έγραψε ένα βιβλίο με πρωταγωνιστή έναν μουσικολόγο συνεπαρμένο από την Ανατολή, γεμάτο με τις μουσικές που ύφαναν τις σχέσεις Ανατολής και Δύσης ή με αφηγήσεις για το πώς στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Islampolitik της Γερμανίας παρότρυνε τους μουσουλμάνους υπηκόους της Αντάντ σε παγκόσμια τζιχάντ. «Αρχισα να το γράφω το 2010 και όσο προχωρούσα, η Συρία βυθιζόταν στον πόλεμο. Ενώ έγραφα για τις πόλεις της, εκείνες υπέφεραν και καταστρέφονταν. Ηταν πολύ επώδυνο» διηγιόταν ο Ενάρ. Γνώριζε πάντως και άλλα λογοτεχνικά έργα με τα βάσανα της Ανατολικής Μεσογείου στο φόντο. «Ενα από τα μεγάλα βιβλία του 20ού αιώνα για τη Μεσόγειο είναι οι “Ακυβέρνητες Πολιτείες” του Στρατή Τσίρκα» έλεγε. «Εχω πάθος μαζί του. Ετσι έμαθα για τη μεγάλη περιπέτεια του ελληνικού λαού. Το θεωρό απόλυτο αριστούργημα».

Σκαρφάλωμα

Δυο λόγια για τη Μεσόγειο ακούστηκαν και από τον Ερι Ντε Λούκα, που τα τελευταία χρόνια αγαπήθηκε για τις νουβέλες «Το βάρος της πεταλούδας» ή «Τα ψάρια δεν κλείνουν τα μάτια». «Καμία άλλη θάλασσα δεν ονομάστηκε “η θάλασσά μας”» θύμισε ο Ιταλός στη συνομιλία με τη δική του μεταφράστρια Αννα Παπασταύρου. «Και σε καμία άλλη δεν έχουν χαθεί τόσες πολλές ζωές» συνέχισε αναφερόμενος στους πρόσφυγες. Μερικούς είδε πρόσφατα να προσπαθούν να σκαρφαλώσουν σε ένα διασωστικό πλοίο και η εικόνα τους αποτυπώθηκε στο μυαλό του, γιατί τυγχάνει αλπινιστής και ξέρει από σκαρφάλωμα. «Οταν ανεβαίνεις σε ένα βουνό θέλεις να βρίσκεσαι πάνω από το κενό. Εκείνοι όμως ήταν λες και είχαν από κάτω τους την άβυσσο» είπε ο συγγραφέας. Σε ερώτηση για τη δύναμη της τέχνης του να επηρεάσει το Προσφυγικό, θυμήθηκε έναν στίχο που έλεγε «άνοιξε το στόμα σου για να μην πεις τίποτα». Τι σήμαινε ακριβώς; «Μιλώ σε ανθρώπους που ήρθαν για μένα» εξήγησε ο Ντε Λούκα. «Μπορώ λοιπόν να χρησιμοποιήσω αυτό το προνόμιο, για να μιλήσω για όσους περιφρονούνται. Ωστε η φωνή μου να βάλει φωνή σε όσους δεν ακούγονται». Που δεν είναι και λίγοι. «Στον κόσμο, περισσότερος είναι ο Νότος, παρά ο Βορράς» έλεγε ο Ιταλός ήδη από την αρχή της εκδήλωσης. «Περιλαμβάνει κατ’ αρχάς όλη την Αφρική. Και δεν περιορίζεται μόνο στο νότιο ημισφαίριο. Ο Νότος είναι η πλειοψηφία».

Υπήρχε άραγε απέναντι σε όλα αυτά κάποιο παράδειγμα διαφορετικής οργάνωσης του κόσμου, προερχόμενο έστω από το παρελθόν; Μια αναζήτηση στις θεματικές και στις εκδηλώσεις της 14ης Διεθνούς Εκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης, μπορεί και να στεκόταν σε εκείνη για τα «100 χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση», που διοργάνωσε το Ελληνικό Ιδρυμα Πολιτισμού. Ο πρόεδρός του Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, σε μια συζήτηση με τον τίτλο «Από έναν Οχτώβρη βορινό και δώθε» (φράση δανεισμένη από ένα ποίημα του Εκτορα Κακναβάτου) και με συντονιστή τον υπεύθυνο σχεδιασμού και υλοποίησης της έκθεσης Μανώλη Πιμπλή, έλεγε πως πέρα από επετείους και παράτες, η συμπλήρωση ενός αιώνα από τον Οκτώβριο του 1917 είναι ευκαιρία κριτικού αναστοχασμού.

Ειδικά σήμερα, που η Ιστορία «όχι μόνο δεν τελείωσε, αλλά καλπάζει, σαν ένα άτι που είτε δεν το κυβερνάει κανείς είτε δεν φαίνεται». Η αναφορά σε «εκείνο που δεν υπάρχει ακόμα» επανέρχεται, τόνισε ο Τσουκαλάς, καταλήγοντας με την πρόταση «η επανανάγνωση της Ρωσικής Επανάστασης ως προς τους στόχους και όχι τα μέσα, να μας οδηγήσει σε μια κοινωνία χωρίς βία». Από τους συνομιλητές του, ο ιστορικός Βαγγέλης Καραμανωλάκης υπογράμμισε τη σύνδεση του «σύντομου 20ού αιώνα» με τη Ρωσική Επανάσταση (μεταξύ άλλων, γιατί έτσι προέκυψε ο άνθρωπος με συνειδητή πολιτική στράτευση που βάζει στόχο τη βελτίωση του κόσμου), ενώ ο Ανδρέας Τάκης αναφέρθηκε στην επιρροή των Ρώσων Πρωτοπόρων που φτάνει έως το σύγχρονο ντιζάιν. «Δημιούργησαν έναν νέο τρόπο, φορμαλιστικό, για να καταλαβαίνουμε την πραγματικότητα και τον εαυτό μας» είπε ο πρόεδρος του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. «Εδειξαν ότι τα περιεχόμενα είναι αναλώσιμα και ότι εμείς φέρουμε ευθύνη για τον κόσμο».

Ζάουμε Καμπρέ:«Nα γράφουμε στη γλώσσα της ψυχής»

Η πολυπληθέστερη εκδήλωση προσκεκλημένου συγγραφέα της 14ης Διεθνούς Εκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης, ίσως ήταν του Ζάουμε Καμπρέ. Ο καταλανός συγγραφέας του μοσχοπουλημένου αλλά και απαιτητικού «Confiteor» δήλωσε μέχρι και αλληλεγγύη στους καθισμένους κατάχαμα θεατές. Κι έπειτα από μια εισαγωγή του έλληνα μεταφραστή Ευρυβιάδη Σοφού, αφέθηκε στις ερωτήσεις τους: γιατί γράφει στα καταλανικά; Οι έλληνες ή οι ιταλοί συγγραφείς δεν ακούνε τέτοιες ερωτήσεις, απάντησε. Οπως και να ’χει, αυτή είναι η γλώσσα της μητέρας του, των αδελφών, των παιδιών ή των εγγονών του, που έχει και προβλήματα πολιτικού είδους («θα λυθούν το συντομότερο, με την ανεξαρτητοποίηση»), χώρια που αν έγραφε στα ισπανικά, δεν θα έγραφε όσα θέλει, γιατί «πρέπει να γράφουμε στη γλώσσα της ψυχής». Πώς άρχισε και πώς ολοκλήρωσε ένα τόσο «υπέροχο συνονθύλευμα»; Η απάντησή του ήταν μακροσκελής, χοντρικά όμως, προκειμένου να συνδέσει τους ήρωές του, έναν βιολιστή, έναν ιεροεξεταστή ή έναν αξιωματικό των Ναζί, χρειάστηκε να παραβεί τον όρκο να μην ξαναγράψει μεγάλο μυθιστόρημα. Και τα εγκλήματα που διαπράττονται στο όνομα της τέχνης; «Δεν φταίει η τέχνη. Φταίει ο άνθρωπος που ζηλεύει, υποτιμά, μισεί και ταυτόχρονα ξέρει και μουσική. Είναι πράγματα που μπορούν να συνυπάρξουν. Κι αυτό μας εξοργίζει».

Σαλίμ Μπασί: «Πρέπει να χειραφετηθούμε από τη θρησκεία»

Εκείνες τις ημέρες δεν είχε προηγηθεί κάποιο τρομοκρατικό χτύπημα στην Ευρώπη. Ο απόηχος όμως των παλαιοτέρων, ίσως και ο φόβος των επομένων, σαν να έβαλαν το χεράκι τους: η εκδήλωση με τον τίτλο «Φονταμενταλισμός και λογοτεχνία», με βασικό ομιλητή τον Γαλλοαλγερινό Σαλίμ Μπασί, συγγραφέα της «Σιωπής του Μωάμεθ» (Νεφέλη) και συμμετέχοντες τον γάλλο πρόξενο Φιλίπ Ρεΐ και τις αναπληρώτριες καθηγήτριες Τιτίκα Δημητρούλια και Ιφιγένεια Καμτσίδου, προσείλκυσε επίσης πολλούς. «Ερχομαι από μια χώρα χωρίς θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα, κάτι για το οποίο φταίει η θρησκεία. Δεν είναι παράγων χειραφέτησης. Από αυτήν πρέπει να χειραφετηθούμε» τόνιζε ο Γαλλοαλγερινός σχολιάζοντας τη θρησκεία ως δικαίωμα. Από την Αλγερία έφυγε 25 χρονών. Πλέον την προσεγγίζει μέσα από τη λογοτεχνία, αφού «η Αλγερία της παιδικής μου ηλικίας έχει χαθεί για πάντα». Βέβαια, η νοσταλγία δεν αντικαθιστά μια χαμένη χώρα και τέλος πάντων, η δυστυχία της πατρίδας του είναι ότι από γενιά σε γενιά, «φτιάχνει ανθρώπους θλιμμένους, τρομοκράτες». Η σχέση του με την αραβική γλώσσα είναι «ήρεμη»: το μόνο πρόβλημα, η «μόλυνσή» της από πολιτικές έννοιες, όπως περίπου συνέβη και με τα γερμανικά και τον ναζισμό. Για αυτά και για άλλα, η μόνη λύση τόσο στην Αλγερία όσο και στη Δύση είναι, για τον Μπασί, «το Ισλάμ να μείνει στον ιδιωτικό χώρο, χωρίς να παρεμβαίνει στον δημόσιο».