Μέσα σε μια εβδομάδα η ελληνική πολιτική κατάσταση άλλαξε ριζικά και σε βάθος, πέρα από τους κομματικούς συσχετισμούς. Αρχικά με την επαναλαμβανόμενη κυβερνητική ιλαροτραγωδία του ενθουσιασμού, των μεγάλων προσδοκιών και έπειτα του αυτογκόλ. Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ψήφισε το Μνημόνιο σχεδόν με ενθουσιασμό. Αναμφισβήτητα ήταν το πιο χαρούμενο Μνημόνιο! Ο Πρωθυπουργός με τη σειρά του υποσχέθηκε κάτι too good. Σε είκοσι τέσσερις όμως ώρες το Eurogroup τούς έκοψε τη χαρά και η κυβέρνηση επιστράτευσε, κατά το συνήθειό της, ένα σωρό ψέματα για να διασκεδάσει την κατάσταση. Μετά ήρθε η δολοφονική απόπειρα κατά του Λουκά Παπαδήμου για να φανερώσει με δραματικό τρόπο ότι κάτι έχει πάει πολύ στραβά στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια.
Η κοινωνία έχει παγιδευτεί όχι μόνο σε έναν κύκλο φτωχοποίησης, αλλά σε έναν φανταστικό δικό της κόσμο, ξεκομμένο από την πραγματικότητα. Αρχίζοντας από την κυβέρνηση. Πράγματι, ο κυκλικός χορός της χαράς, της πίκρας και των ψεμάτων έχει παγιωθεί ως ο ιδιαίτερος τρόπος διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Ενας τρόπος που έφαγε όμως τα ψωμιά του. Η αέναη διαπραγμάτευση έχει πάψει να είναι ένδειξη εθνικής «αντίστασης» καθώς καταλήγει πάντα σε ταπεινωτική υποταγή. Ο Τσίπρας έχει πάψει να είναι αιρετικός ηγέτης στη διεθνή σκηνή και συρρικνώθηκε σε Πρωθυπουργό ενός κράτους – παρία. Η διαρκής πολιτική αβεβαιότητα υπέσκαψε ήδη το νέο αφήγημα της κυβέρνησης για την ελληνική οικονομία που θα τιναζόταν σαν ελατήριο. Η διάχυση της βίας, της ανομίας και της τρομοκρατίας θα σκιάσει ακόμα περισσότερο τις οικονομικές προοπτικές.
Αυτό όμως που ακόμα δεν έχουμε πλήρως συνειδητοποιήσει είναι το κόστος που έχει προκαλέσει αυτός ο τρόπος διακυβέρνησης στις αντιλήψεις και στην ψυχολογία της κοινωνίας. Μια χώρα υπερβαίνει τις μεγάλες κρίσεις όταν αρχίζει να αποκτά μια στοιχειωδώς συνεκτική αυτεπίγνωση του παρελθόντος που την οδήγησε στην κρίση, του παρόντος που ζει και του μέλλοντος στο οποίο στοχεύει. Στην περίπτωσή μας, η δημαγωγία του «αντιμνημονιακού» ΣΥΡΙΖΑ και η κυβερνητική ασυναρτησία των μνημονιακών ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έχουν στρεβλώσει τις αντιλήψεις της κοινωνίας τόσο για το παρελθόν και το παρόν της κρίσης όσο και για το μέλλον. Η απαξίωση της Μεταπολίτευσης –το βίαιο παραμύθι του αντιμνημονίου -, η αέναη διαπραγμάτευση με προδιαγεγραμμένη την υποταγή είναι κρίκοι μιας ενιαίας αλυσίδας που κρατά δέσμια την ελληνική κοινωνία σε έναν άλλο κόσμο φανταστικό.
Οι συριζαίοι πρωτοστάτησαν στην καταγγελία της μεταπολιτευτικής Ελλάδας (το θέμα είναι σοβαρό για να συμπεριλάβουμε τους ΑΝΕΛ). Εκμηδένισαν τις κατακτήσεις, ερμήνευσαν λάθος τις παθογένειες, συσκότισαν τις ευθύνες της Αριστεράς. Η μεταπολιτευτική Ελλάδα έγινε συνώνυμο της χρεοκοπίας. Οι αιτίες της κρίσης αποδόθηκαν στον δικομματισμό, στη διαπλοκή και τη διαφθορά, απλοποιώντας στο έπακρο μια σύνθετη ιστορία έτσι ώστε να βολεύει την κομματική προπαγάνδα κατά των αντιπάλων. Οι ευθύνες της Αριστεράς, διαφορετικές και άνισες μεταξύ των ποικίλων τάσεών της, αποσιωπήθηκαν. Με το επιχείρημα ότι δεν κυβέρνησε, ξεχάστηκε ότι η «ταξική – κοινωνική οπτική» κατέληγε κατά κανόνα στην υιοθέτηση όλων των αιτημάτων όλων των κοινωνικών ομάδων. Ξεχάστηκε επίσης ότι ιδεολογικά νομιμοποίησε τις κρατικιστικές – συντεχνιακές παθογένειες του μεταπολιτευτικού μοντέλου οι οποίες επιτείνονταν όσο προχωρούσε ο εκδημοκρατισμός, η κρίση των κομμάτων και ο ατομιστικός καταναλωτισμός. Χωρίς αμφιβολία, η καταγγελία του παρελθόντος απέδωσε εκλογικά, καθόσον στήριξε το σύνθημα «εμείς είμαστε το νέο και οι εχθροί μας το παλιό». Ηταν η ελληνική εκδοχή της αντίδρασης κατά του «κατεστημένου», που εκδηλώνεται σε όλες τις δυτικές χώρες τα τελευταία χρόνια. Σήμερα όμως διαπιστώνουμε ότι το κομματικό όφελος γινόταν εις βάρος της εθνικής αυτογνωσίας. Γιατί τα βιώματα της μεταπολιτευτικής περιόδου, η πολιτική ομαλότητα και η ένταξη στην Ευρώπη είχαν παραγάγει μια αντιφατική μεν, ανθεκτική δε δημοκρατική κουλτούρα. Σε αυτήν οφείλουμε, κατά τη γνώμη μου, το ότι η σημερινή Ελλάδα διατηρεί ακόμα ένα επαρκές δημοκρατικό ήθος και μια σχετικά πολιτισμένη κοινωνική ατμόσφαιρα σε πείσμα της απότομης φτωχοποίησης των λαϊκών και κυρίως των μεσαίων στρωμάτων. Αυτή την πολύτιμη βιωματική πολιτική κληρονομιά που έχει ευρέως ενσωματωθεί στην «κοινή συνείδηση», ροκάνισε απερίσκεπτα η συριζαίικη καταγγελία της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας, χωρίς ευτυχώς να την καταστρέψει.
Η αποκορύφωση όμως της στρέβλωσης της κοινωνικής αυτογνωσίας ήρθε με την επικράτηση του «αντιμνημονιακού λόγου» από το 2011, ο οποίος ενσωμάτωσε και την απαξίωση της Μεταπολίτευσης. Η λαϊκιστική υπόσχεση «θα καταργήσω τα Μνημόνια με έναν νόμο» προσέφερε μια ψεύτικη ερμηνεία της κρίσης και ένα παρηγορητικό παραμύθι για τη διέξοδο. «Ακόμα πληρώνουμε» όπως θα έλεγε και ο Σαββόπουλος. Είμαστε η μόνη χώρα που μετρά το ένα μετά το άλλο τα Μνημόνια. Ο «αντιμνημονιακός λόγος» προκάλεσε τον εκβαρβαρισμό της δημοκρατικής πολιτικής ζωής και τη μετάλλαξη της συριζαίικης Αριστεράς. Σύντομα διαμορφώθηκε ένα «αγανακτισμένο» τόξο, από τη φιλοναζιστική ΧΑ, το εθνικολαϊκιστικό σύμπλεγμα με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τον αναρχοαυτόνομο χώρο και τους μπάχαλους. Ξεχωριστές ως εχθρικές μεταξύ τους πολιτικές οντότητες, με παράλληλες όμως επιθέσεις στο μεταπολιτευτικό «δημοκρατικό κεκτημένο». Ειδικά, στην Αριστερά αυτό επέφερε μια τομή. Η μεταπολιτευτική κομμουνιστική Αριστερά στο σύνολό της, ΚΚΕ και ΚΚΕ εσωτερικού, αποτέλεσε συνδιαμορφωτή της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας, γιατί ως ιστορική παράταξη αυτής της χώρας είχε διδαχτεί από τη δραματική εμπειρία του 20ού αιώνα: αριστεροί, κεντρώοι, δεξιοί έπρεπε να είναι πλέον πολιτικοί αντίπαλοι και όχι εχθροί, οι διαφορές τους δεν θα λύνονται με εμφύλιο, αλλά με τον δημοκρατικό ανταγωνισμό. Η εθνικολαϊκιστική αντιμνημονιακή Αριστερά απομακρύνθηκε από αυτή την αρχή και καλλιέργησε την εμφυλιοπολεμική κουλτούρα και την εχθροπάθεια. Τα ειδεχθή συνθήματα «η χούντα δεν τέλειωσε το ’73» ή «τέλος η Βάρκιζα» ξεπήδησαν σε αυτό το κλίμα. Ο Τσίπρας και τα συνομήλικα ηγετικά στελέχη πρωτοστάτησαν σε αυτή τη μετάλλαξη, είχαν όμως το ελαφρυντικό της νεότητας. Ανήκαν στις γενιές που έζησαν την ευημερία της Μεταπολίτευσης χωρίς το βίωμα της δικτατορίας. Από αυτή την άποψη, τα παλιότερα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που έζησαν τη χούντα έχουν μεγαλύτερες ευθύνες γι’ αυτή την υποτροπή.
Η αναπόφευκτη διάψευση της λαϊκιστικής υπόσχεσης και η μνημονιακή κωλοτούμπα του κυβερνητικού πλέον ΣΥΡΙΖΑ ολοκλήρωσαν τον αποπροσανατολισμό της κοινωνίας. Ενα σημαντικό μέρος της έβγαλε τα συμπεράσματά του. Ως σύνολο, όμως, βρισκόμαστε στις απαρχές μόλις μιας δραματικής διαδικασίας αυτογνωσίας προκειμένου η Ελλάδα να κινηθεί επιτέλους στον δρόμο της ανασυγκρότησης. Η ασυναρτησία της κυβερνητικής συμμαχίας των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ αναπαράγει διαρκώς την κοινωνική σύγχυση και την ψυχολογική αστάθεια, τροφοδοτώντας φαινόμενα λαϊκισμού, ανορθολογισμού, συνωμοσιολογίας, βίας και κοινωνικής ανομίας. Από την άλλη, έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις μιας ιδεολογικοπολιτικής αντεπίθεσης που θα νικήσει στρατηγικά τον ώς τώρα κυρίαρχο λόγο: η Ευρώπη έχει μπει σε φάση νέας κινητικότητας, η δημοκρατία έχει αντέξει παρά τα τραύματά της, οι λαϊκισμοί στην κυβέρνηση απομυθοποιούνται, τα παραμύθια διαψεύδονται και η ανομία φοβίζει.
Το επόμενο βήμα είναι να πιστέψουμε ότι αυτή η αντεπίθεση είναι δυνατή και ότι χρειάζεται να γίνει όχι μόνο με κομματικούς όρους, αλλά με όρους ιδεολογικοπολιτικής ανασύνταξης.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου