Είναι πλέον ξεκάθαρο –από τις αποκαλύψεις για τα όσα διημείφθησαν στη συνεδρίαση του Eurogroup –ότι η κυβέρνηση δεν πρόκειται να πάρει κάτι πολύ καλύτερο για το χρέος από την πολύ κακή εκδοχή στην οποία φέρεται να συγκλίνουν Σόιμπλε και ΔΝΤ. Δηλαδή, μια συμφωνία που, στην καλύτερη περίπτωση, θα προβλέπει τη μετάθεση της χρηματοδοτικής συμμετοχής του Ταμείου στο πρόγραμμα μετά τη λήξη του, όταν και εφόσον συμφωνηθούν με πολύ συγκεκριμένο τρόπο τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος.
Μέχρι τότε το ΔΝΤ θα παραμείνει σε ρόλο τεχνικού συμβούλου – παρατηρητή της εφαρμογής των νέων μέτρων λιτότητας που ψηφίστηκαν στη Βουλή και χωρίς την υποχρέωση να εκδώσει έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, περιπλέκοντας ιδιαίτερα την κατάσταση σε ό,τι αφορά τις κινήσεις της ΕΚΤ και την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στην ποσοτική χαλάρωση, η οποία, με τη σειρά της, θα ήταν το διαβατήριο για την έξοδο της χώρας στις αγορές. Αν και η Τράπεζα της Ελλάδος προτίθεται, σύμφωνα με πληροφορίες, να εξαντλήσει κάθε δυνατότητα –με προτάσεις που ήδη επεξεργάζεται –ώστε η ΕΚΤ να συντάξει τη δική της έκθεση βιωσιμότητας για να ανοίξει ο δρόμος για το QE, είναι βέβαιο ότι όλα θα εξαρτηθούν από όσα θα αποφασιστούν στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου.
Η πραγματικότητα βεβαίως είναι ότι για τις αγορές νόμος είναι η ετυμηγορία του ΔΝΤ. Και όσο αυτό δεν βάζει τη υπογραφή του στη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους τόσο θα εξακολουθεί να στέλνει απαγορευτικό σήμα για επενδύσεις στα ελληνικά ομόλογα. Αρα και για τον δανεισμό της χώρας από τα ξένα επενδυτικά κεφάλαια. Και έτσι η Ελλάδα, όπως όλα δείχνουν, θα πάρει τη δόση για να πληρώσει τα χρέη της προς τους ξένους πιστωτές της και άλλες υποχρεώσεις της προς τον ιδιωτικό τομέα, αλλά δεν θα μπορέσει να απαλλαγεί από το θολό τοπίο που δημιουργεί η αβεβαιότητα για τη βιωσιμότητα του χρέους της.
Υπό τις συνθήκες αυτές, η όποια συμφωνία (σήμερα) για χρηματοδοτική συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα στη λήξη του, όπως αυτή που προωθούν η Γερμανία και το ΔΝΤ, μία και μοναδική προοπτική δρομολογεί: Ενα νέο Μνημόνιο με πρόσθετους βαρείς όρους για τη χώρα, αφού δύσκολα η Ελλάδα, σχεδόν σε έναν χρόνο από σήμερα, θα συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις για μια σταθερή σχέση δανεισμού της από τις αγορές. Οπως όλα δείχνουν, θα πρόκειται για ένα μνημόνιο χρηματοδοτικής στήριξης με το οποίο η επόμενη κυβέρνηση θα δεσμεύεται για την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων στα επίπεδα του 2% του ΑΕΠ από το 2023 και μετά και κυρίως για τη λήψη των μέτρων εκπλήρωσης του στόχου αυτού. Ούτως ή άλλως, τις δεσμεύσεις προς τους πιστωτές για τη βαριά λιτότητα που επιφυλάσσουν τα πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% από το 2018 έως και το 2022 έδωσε η σημερινή κυβέρνηση με το «ενισχυμένο» Μνημόνιο που ψήφισε πριν από 10 ημέρες στη Βουλή.
Κάπως έτσι, όχι μόνο ο κύκλος των Μνημονίων δεν προβλέπεται να ολοκληρωθεί άμεσα, αλλά, σε κάθε περίπτωση, θα αφήσει ως παρακαταθήκη μια τιτάνια δέσμευση για τη χώρα: Να διατηρεί πρωτογενή πλεονάσματα 2% του ΑΕΠ σε βάθος 15ετίας που θα κρατούν στο ρελαντί την ανάπτυξη.