«Εγώ χούντα δεν ψηφίζω»: αυτό δήλωνε τον Νοέμβριο του 2011 σε διάφορους ραδιοφωνικούς σταθμούς ένας βουλευτής της ΝΔ, αναφερόμενος στην ψήφο εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση του Λουκά Παπαδήμου. Δύο μήνες αργότερα και αφού είχε διαγραφεί από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματος, χαρακτήριζε τον πρωθυπουργό «υπάλληλο των ευρωπαίων τοκογλύφων» και δήλωνε για την κυβέρνησή του ότι ήταν διορισμένη από την Goldman Sachs «με σκοπό να διασφαλίσει τα αφεντικά της, που είναι οι τραπεζίτες και οι τοκογλύφοι».
Ο βουλευτής λεγόταν Πάνος Καμμένος. Και τον Ιανουάριο του 2013, ως αρχηγός πλέον των Ανεξαρτήτων Ελλήνων, θα κατέθετε πρόταση να παραπεμφθεί ο Παπαδήμος σε Προανακριτική Επιτροπή για την υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ, μαζί με τον Γιώργο Παπανδρέου, τον Ευάγγελο Βενιζέλο και τον Γιώργο Παπακωνσταντίνου. Η πρόταση συνυπογράφτηκε από τη Χρυσή Αυγή και ψηφίστηκε στις διάφορες εκδοχές της από δεκάδες βουλευτές.
Κανείς δεν θα μπορούσε φυσικά να επιρρίψει στον σημερινό υπουργό Εθνικής Αμυνας την ηθική ευθύνη για τη χθεσινή δολοφονική επίθεση εναντίον του Λουκά Παπαδήμου. Οι τρομοκράτες δεν χρειάζονται πολιτική «κάλυψη» για την επιλογή των στόχων τους. Ο Καμμένος δεν ήταν άλλωστε ο μόνος που χρησιμοποιούσε απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς για τον πρώην πρωθυπουργό. Δοτό τον ανέβαζαν, γεράκι με «αναμφίβολα βεβαρημένο ποινικό μητρώο» τον κατέβαζαν, ενώ ακόμη και καλοπροαίρετοι αρθρογράφοι χρησιμοποιούσαν για ευκολία τη λέξη «τραπεζίτης» για έναν άνθρωπο που είχε διατελέσει απλώς διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος και αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Τίποτα απ’ αυτά δεν απαγορεύεται σε μια δημοκρατία. Ολα μαζί όμως, τα δηλητηριώδη σχόλια, οι χυδαίες επιθέσεις, οι υβριστικοί χαρακτηρισμοί, δημιουργούν ένα κλίμα, επιβαρύνουν την ατμόσφαιρα και εντέλει οπλίζουν χέρια σε μια χώρα όπου οι τραπεζίτες θεωρούνται συλλήβδην αρπακτικά, οι δημοσιογράφοι πουλημένοι, η τήρηση της τάξης είναι κάτι περίπου ύποπτο και η βία εξακολουθεί να ασκεί μια μεγάλη και ανεξήγητη έλξη.
Στους έξι μήνες που τον άφησαν να κυβερνήσει, ο Λουκάς Παπαδήμος ήταν ένας επιτυχημένος πρωθυπουργός. Οπως έγραψε ο Κώστας Σημίτης στο βιβλίο του «Ο εκτροχιασμός», πέτυχε να ανακόψει την ελεύθερη πτώση της χώρας, να πραγματοποιήσει την αναδιάρθρωση του χρέους και να προωθήσει την εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής. Αντί να του στήσουν άγαλμα, όμως, επιχείρησαν να τον σκοτώσουν.
Οι καταδίκες δεν είναι αρκετές. Η αναφορά σε «άνανδρες επιθέσεις» είναι άλλη μια επικίνδυνη ευκολία: μήπως υπάρχουν και ανδρείες επιθέσεις σε μια δημοκρατία; Το ζήτημα της τρομοκρατίας που μαστίζει εδώ και δεκαετίες αυτή τη χώρα πρέπει να αντιμετωπιστεί ριζικά και αποφασιστικά. Αλλά ούτε αυτό φτάνει, οι ευθύνες είναι ευρύτερες. Πρέπει να καταπολεμηθεί επίσης η κουλτούρα του μίσους και του διχασμού. Κι εδώ, οι υπουργοί Δημόσιας Τάξης δεν μπορούν να κάνουν τίποτα.
Να το θυμόμαστε: όσο σκότωνε η 17 Νοέμβρη, δεν έγινε ούτε μια διαδήλωση διαμαρτυρίας, δεν φωνάξαμε μαζικά ούτε ένα «φτάνει». Αλλά ποτέ δεν είναι αργά.