Το αδυσωπήτως αδιέξοδο χρεοκοπικό μας δράμα και τρεις υποθέσεις εργασίας. Εν είδει απλουστευτικής (κι ενδεχομένως αφελούς) διαλεκτικής απόπειρας υπερβάσεως. Ενώπιοι λοιπόν ενωπίοις:
ΠΡΩΤΟ: Με τους νυν θεσμικούς διαχειριστές στον οίακα του ταλανιζόμενου (και κατ’ ακρίβειαν βυθιζόμενου) εθνικού σκάφους, βαλλόμενους πανταχόθεν. Και όχι μόνον, αλλά και με κραυγαλέες τις ένδον αδυναμίες και ανακυκλούμενες τις πλεονάζουσες αντιφάσεις, που διακρίνουν τις αδόκιμες πολιτικές και τις ατελέσφορες αποφάσεις. Οπόταν και ποιο μπορεί να είναι το τελικό αποτέλεσμα, εάν όχι επιτάχυνση της κατολισθήσεως; Πόσες ελπίδες τελικά μπορεί να υπάρχουν και ποιες πιθανότητες αισίας εξόδου από την ασφυκτική στενωπό των στραγγαλιστικών υποθηκεύσεων, που συνοδεύουν (επ’ αόριστον) τις μνημονιακές ρήτρες;
ΔΕΥΤΕΡΟ: Εστω λοιπόν ότι αυτοί (οι νυν) απέρχονται. Και οι αντίπαλοι επέρχονται. Ή καλύτερα επανέρχονται. Οπως δηλαδή συμβαίνει στις δημοκρατίες. Με τους σημερινούς να παλινδρομούν στις έωλες αντιπολιτευτικές πρακτικές. Εγκαλώντας και μη βοηθώντας. Αρνούμενοι κι ενδεχομένως ανευθύνως οιστρηλατούμενοι. Οπως δυστυχώς σχεδόν (εκ περιτροπής) όλοι. Και οι νυν. Και οι πριν. Ιδιον του υπό καλπάζουσαν φθοράν πολιτικού συστήματος. Ενώ η χώρα θα διάγει μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Με το χρέος ν’ ανατείνει! Με συνεχώς ανανεούμενες δανειακές δεσμεύσεις κι επαπειλούμενες (εκβιαστικώς) καταρρεύσεις. Οχι ασφαλώς λόγω ανικανότητος ή αβελτηρίας. Οπωσδήποτε όμως λόγω αδυσωπήτων αδυναμιών, βαναυσοτέρων παθογενειών και παγίων αγκυλώσεων.
ΤΡΙΤΟ: Υπό το φως αυτών: είτε το πρώτο συνεχισθεί αναλλοίωτο είτε το δεύτερο επισυμβεί –αλλά και αν ακόμη διαφοροποιηθούν καταλυτικές νοοτροπίες (και ως εκ θαύματος) αναιρεθούν διχαστικά σύνδρομα –εφόσον δεν υπάρξουν αναπροσαρμογές στους σημερινούς «φονικούς» δείκτες του χρέους (και μαζί όσων συναπορρέουν) «ουδέν εστί γενέσθαι των δεόντων». Η χώρα δηλαδή, είτε με καλή (είτε με καλύτερη) κυβέρνηση είτε με υπεύθυνη (είτε με υπευθυνότερη) αντιπολίτευση, θα βρίσκεται σε αδιάλειπτη περιδίνηση! Που προσδιορίζεται από τις δυναμικές του χρέους. Οι οποίες: σ’ εθνικό μεν επίπεδο θα την καθηλώνουν. Σ’ επίπεδο δε πολιτών, θ’ αναπαράγουν επιδεινούμενες συνθήκες ανθρωπιστικής κρίσης. Σε όλο το κοινωνικό φάσμα. Και με στυγνότερες εκδοχές της ελληνικής καθημερινότητος.
Αυτό συνιστά την αυτονόητη τομή του δράματος και την αιτιογονία του (πυορροούντος) τραύματος. Και άρα τον δείκτη του δέοντος. Με την έννοια της παρακάμψεως της στραγγαλιστικής στενωπού και υπερβάσεως του θανάσιμου αδιεξόδου, στο οποίο κι εν πολλοίς αυτοεγκλωβιζόμεθα.
Οπερ σημαίνει: αφενός άρδην αλλαγή νοοτροπιών. Και αφετέρου γενναιόφρονα υπέρβαση αγόνων ιδεοληπτικών αγκυλώσεων και παραταξιακών περιχαρακώσεων. Με τις σωρευμένες εμπειρίες των διαχειριστικών αστοχιών και των διχαστικών συμπεριφορών. Και τις μεταπολιτευτικές δεκαετίες των «δυο Ελλάδων» σε μόνιμη σχεδόν αντιμαχία. Βαδίζοντας ουσιαστικά επί διαχειριστικού κενού. Με ρητορικές ευημερούντων συνθημάτων. Και δυναμικές πτωχευμένων προγραμμάτων. Που οδήγησαν σε ό,τι βιώνεται ως αποσυνθετική παλινδρόμηση. Πριν λοιπόν πατώσουμε, πρέπει να ξελασπώσουμε.