Ευτυχώς, είχε πολύ καιρό να γίνει τρομοκρατική δολοφονική επίθεση κατά προσώπου. Αυτό που ζούμε είναι η καθημερινότητα, αποδεκτή σχεδόν, των επιθέσεων ενάντια σε αστυνομικούς στόχους ή ενάντια σε ό,τι είναι εύκολο να χτυπηθεί –κατεξοχήν τα πανεπιστήμια, όπου η βία εκφράζεται ανεμπόδιστα στο όνομα της ελευθερίας της έκφρασης. Δυστυχώς όμως, έγινε τελικά και δολοφονική επίθεση, παγκόσμιας πρωτοτυπίας: δεν έχει γίνει ποτέ τέτοια πράξη εναντίον προέδρου Ακαδημίας. Βεβαίως, ο κ. Λουκάς Παπαδήμος έγινε στόχος επειδή υπήρξε πρωθυπουργός πριν από έξι χρόνια, διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδας και αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, ακόμη παλαιότερα. Το μίσος δεν σβήνει. Δεν ενδιαφέρονταν οι δράστες αν ο κ. Παπαδήμος ήταν πια συνταξιούχος, επικεφαλής πνευματικού ιδρύματος. Επρεπε να τιμωρηθεί γιατί υπηρέτησε το δημόσιο συμφέρον, που το εχθρεύονται τα άρρωστα ιδεολογήματά τους.
Ποιοι καλλιεργούν το μίσος και για ποιους λόγους το γνωρίζουμε πολύ καλά –ακούμε τι λένε εντός και εκτός Βουλής η Χρυσή Αυγή, ο κ. Πολάκης, ο κ. Καμμένος, ο κ. Γεωργιάδης και άλλοι υποδεέστεροι, μεταξύ τους και δημοσιογράφοι. Εχουμε ακούσει συνθήματα διαδηλώσεων, έχουμε διαβάσει αναλύσεις και προκηρύξεις. Όμως το μίσος δεν παράγει αποτελέσματα από τη μία ημέρα στην άλλη· καλλιεργείται χρόνια πολλά, για τούτο έχει την αποτελεσματικότητα που δυστυχώς διαπιστώνουμε. Ούτε αρκεί η ρητορική του μίσους: απαιτείται και η ανοχή απέναντι στην πραγματική βία, όπως εκδηλώνεται καθημερινά. Ανοχή όχι μόνο αστυνομική αλλά και πολιτισμική: το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης και του συνέρχεσθαι έχει ερμηνευθεί σαν δικαίωμα άσκησης βίας σε άλλους.
Την ώρα που όλη η Ευρώπη συζητά για τον πόλεμο των τζιχαντιστών και θρηνεί θύματά τους, θα συζητήσει και για τη δική μας εγγενή τρομοκρατία –άλλη μία ελληνική ιδιαιτερότητα, όπως το τεράστιο χρέος που συσσωρεύσαμε και η αδυναμία, επτά χρόνια τώρα, να ξεφύγουμε από τη βαθιά οικονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση. Τα δεκάδες εκατομμύρια τουρίστες που γνωρίζουν κάθε χρόνο τη χώρα μας, απορούν πώς είναι δυνατόν στον τόπο των ηλιόλουστων διακοπών τους να υπάρχει αυτό το σκοτεινό υπόβαθρο, τόση βία και τέτοιο μίσος –που οι πιο προσεκτικοί από αυτούς θα μπορούσαν να το διακρίνουν και στους τοίχους των δρόμων της Αθήνας.
Απορούν γιατί δεν ξέρουν ελληνική ιστορία και δεν γνωρίζουν την ελληνική πολιτική ζωή, τους όρους της πολιτικής αντιπαράθεσης, τα όρια που θέτουν ή δεν θέτουν τα κόμματα στη δράση τους προκειμένου να πετύχουν τους στόχους τους. Για αυτά πρέπει να συζητήσουμε, αν θέλουμε όχι μόνο να περιορίσουμε την πολιτική βία αλλά και να ξεπεράσουμε πραγματικά την κρίση.