29/5/2017

Το καλοκαίρι πλησιάζει και το όνειρο για ένα καλλίγραμμο σώμα θέλετε φέτος να γίνει πραγματικότητα. Μολονότι όμως προσπαθείτε να χάσετε βάρος, με διατροφικές στερήσεις και εντατική γυμναστική, δεν τα έχετε καταφέρει. Αναρωτιέστε γιατί; Μήπως, γιατί εξακολουθείτε να πιστεύετε σε διατροφικούς μύθους;

«Τις τελευταίες δεκαετίες, οι άνθρωποι ακολουθώντας τις οδηγίες διαφόρων “ειδικών” για περιορισμό της πρωτεΐνης, των λιπαρών και την αύξηση των υδατανθράκων που υποτίθεται ότι είναι καλή πηγή ενέργειας, το μόνο που κατάφεραν ήταν αντί να αδυνατίζουν να γίνονται ολοένα παχύτεροι και να επιδεινώνουν την υγεία τους. Τα τελευταία 25 χρόνια το ποσοστό των παχύσαρκων ατόμων έχει αυξηθεί κατά 250%. Αυτό και μόνο είναι αρκετό για να καταλάβουμε ότι κάτι πάει λάθος», σχολιάζει η Δρ. Νικολέτα Κοΐνη, M.D., πιστοποιημένη Ιατρός Λειτουργικής, Προληπτικής, Αντιγηραντικής και Αναγεννητικής Ιατρικής από την Αμερικανική Ακαδημία Αντιγηραντικής Ιατρικής.

Ο μύθος των υδατανθράκων ως καλής πηγής ενέργειας

Σύμφωνα με τη Διατροφική Πυραμίδα του υπουργείου Γεωργίας των ΗΠΑ, που δημοσιεύθηκε το 1992, καθημερινά πρέπει να καταναλώνουμε έξι ή περισσότερες μερίδες δημητριακών (ψωμί, δημητριακά πρωινού, ζυμαρικά, ρύζι).

«Η Διατροφική Πυραμίδα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία προσπάθεια των ΗΠΑ να προωθήσουν παγκοσμίως τα αγροτικά τους προϊόντα. Η μόνη χρησιμότητά της είναι για την περίπτωση που θέλετε να κρατάτε τα επίπεδα γλυκογόνου σας υψηλά, ώστε να μην καίτε λίπος. Γλυκογόνο ονομάζονται οι υδατάνθρακες που αποθηκεύονται στους μυς και το ήπαρ. Μπορούμε να το παρομοιάσουμε με μια αποθήκη σακχάρου (γλυκόζης), όπου το σάκχαρο είναι η μορφή των υδατανθράκων που το σώμα χρησιμοποιεί για καύσιμο», λέει η Δρ. Κοΐνη.

Ενώ, όμως, οι αποθήκες λίπους μπορούν και επεκτείνονται (και έτσι παχαίνουμε διαρκώς), η αποθήκη γλυκογόνου έχει περιορισμένη χωρητικότητα σε σάκχαρο. Έτσι, μια γεμάτη αποθήκη γλυκογόνου δίνει το σήμα στο σώμα να χρησιμοποιεί για ενέργεια τους εισερχόμενους υδατάνθρακες (και όχι το λίπος) και να μετατρέπει τους υδατάνθρακες σε λίπος, αντί να χρησιμοποιεί το αποθηκευμένο λίπος.

«Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το σώμα όχι μόνο να σταματά να καίει λίπος, αλλά και να το διατηρεί, αφού εφαρμόζοντας την Διατροφική Πυραμίδα του προσφέρετε λίγο λίπος και πολλούς υδατάνθρακες. Με λίγα λόγια οι κλασσικές δίαιτες κρατούν σε υψηλά επίπεδα τα αποθέματα γλυκογόνου και δεν επιτρέπουν στο σώμα να χρησιμοποιεί ως καύσιμο το αποθηκευμένο λίπος», συμπληρώνει η ειδικός.

Σύμφωνα με την Δρ. Κοΐνη η λανθασμένη αυτή αντίληψη για την αξία των υδατανθράκων ως πηγής ενέργειας πηγάζει από τη δεκαετία του 1960. Τότε παρατηρήθηκε για πρώτη φορά η σπουδαιότητα του γλυκογόνου ως καύσιμο για υψηλού επιπέδου αθλητές κατά την παρατεταμένη άσκηση, όπως το τρέξιμο μακρινών αποστάσεων.

«Οι επιστήμονες προσδιόρισαν ότι τα υψηλά επίπεδα γλυκογόνου συνδέονταν με καλύτερες επιδόσεις αντοχής από ό,τι τα χαμηλά επίπεδα. Ως εκ τούτου, η αθλητική ελίτ ενθαρρύνθηκε να τρώει πολλούς υδατάνθρακες μετά από την προπόνηση, προκειμένου να αναπληρώνει το γλυκογόνο. Η όλη ιδέα αποσκοπούσε στη βέλτιστη απόδοση», εξηγεί. «Παρότι, όμως, είναι αλήθεια ότι το γλυκογόνο αποτελεί σημαντική πηγή καυσίμου για κορυφαία αθλητική επίδοση, ολοένα περισσότερα ερευνητικά ευρήματα αμφισβητούν τη θεωρία ότι το γλυκογόνο είναι απλώς και μόνο μια αποθηκευτική μορφή υδατανθράκων. Κι αυτό διότι ο βαθμός πλήρωσης της αποθήκης γλυκογόνου έχει άμεσο αντίκτυπο στην ικανότητά σας να καίτε λίπος και στην υγεία του μεταβολισμού σας».

Ευτυχώς, το 2005 το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ αναθεώρησε την υγιεινή διατροφή θέτοντας στη βάση της τη γυμναστική, τη μείωση του βάρους και την επαρκή πρόσληψη νερού. Τα δημητριακά, κυρίως ολικής άλεσης, περιορίστηκαν στο 1/3 της ποσότητας που όριζε η Διατροφική Πυραμίδα και αναδείχθηκε η αξία των καλών λιπαρών από πηγές, όπως το ελαιόλαδο, τα καρύδια και οι τροφές που έχουν υποστεί ζύμωση. Το 2011, δύο νέα διατροφικά μοντέλα το «Πιάτο της Υγιεινής Διατροφής» και το «Διατροφικό Πιάτο» αντικατέστησαν τη Διατροφική Πυραμίδα και ανέδειξαν την αξία των βιταμινών, ιδιαίτερα της βιταμίνης D, στο πλαίσιο μίας ισορροπημένης διατροφής.

Ο μύθος των «καλών» τροφών με λίγα λιπαρά

Οι συστάσεις διαφόρων επιστημονικών φορέων, όπως της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας και της Αμερικανικής Διαβητολογικής Εταιρείας, έχουν συμβάλλει στην συντήρηση ενός ακόμα μύθου: των λιπαρών που κάνουν κακό στην υγεία.

Και ενώ οι κατευθυντήριες οδηγίες ξεκάθαρα αναφέρουν ότι η κατανάλωση ιδιαιτέρως κορεσμένων λιπαρών, αυξάνει τον κίνδυνο καρδιοπάθειας, οι άνθρωποι άρχισαν να φοβούνται τα λιπαρά! Έτσι, την εμφάνισή τους στα ράφια των σούπερ-μάρκετ έκαναν νέες κατηγορίες τροφίμων χωρίς ή με χαμηλά λιπαρά.

«Τι δείχνουν, όμως, στην πραγματικότητα οι επιστημονικές έρευνες; Προς το παρόν θα αρκεστούμε σε λίγες μόνο προκαταρκτικές επισημάνσεις διότι σύντομα θα δοθούν στη δημοσιότητα αναλυτικά σχετικές έρευνες και τότε να είστε προετοιμασμένοι για τη μια έκπληξη μετά από την άλλη», προειδοποιεί η Δρ. Κοΐνη.

Και αυτό γιατί, όπως εξηγεί η ειδικός «η σύνδεση μεταξύ λιπαρών, ακόμα και των κορεσμένων, και των καρδιαγγειακών παθήσεων, ποτέ δεν αποδείχθηκε πραγματικά. Μάλιστα, σπουδαίες επιστημονικές έρευνες δείχνουν ότι η αντικατάσταση των υδατανθράκων από λιπαρά -οποιαδήποτε φυσικά λιπαρά, συμπεριλαμβανόμενων των ζωικών κορεσμένων- στην πραγματικότητα μειώνει τον κίνδυνο για έμφραγμα και εγκεφαλικό επεισόδιο. Συνέπεια αυτού είναι το ότι ακόμα και η εξαιρετικά συντηρητική Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία δεν βάζει πια ανώτατο όριο στη συνολική ημερήσια πρόσληψη λιπαρών, παρά μόνο στην πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών, χωρίς όμως και αυτό να βασίζεται πουθενά. Την ίδια ώρα μελέτη του Πανεπιστημίου Johns Hopkins, συμπέρανε ότι το υψηλό σάκχαρο αίματος αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για καρδιοπάθεια. Δηλαδή τα τρόφιμα με υψηλό γλυκαιμικό φορτίο (που δίνουν γρήγορα ικανές ποσότητες σακχάρων στο αίμα αφού τα φάμε), όπως είναι ό,τι περιέχει ζάχαρη και αλεύρι δημητριακών, είναι από τη φύση τους ανθυγιεινά όταν καταναλώνονται».

Ωστόσο, συνεχίζουμε να δεχόμαστε καταιγισμό διαφημιστικών μηνυμάτων για τα ατεκμηρίωτα οφέλη των τροφίμων με χαμηλά λιπαρά, με δυσμενείς συνέπειες για την υγεία μας.

Σωστή διατροφή είναι η ορμονικά «έξυπνη» διατροφή

Επειδή, όμως, η υγεία και το φυσιολογικό σωματικό βάρος είναι θεμελιώδους σημασίας, η επίτευξη της σωστής διατροφής μπορεί να γίνει μόνο μέσω της υπερέχουσας οδού της ορμονικά «έξυπνης» διατροφής.

«Η παχυσαρκία ουσιαστικά είναι μια προδιαβητική κατάσταση. Για κάθε ασθενή με διαβήτη, υπάρχουν τέσσερις προδιαβητικοί, συνήθως παχύσαρκοι. Αλλά ακόμα κι αν κάποιος δεν είναι ούτε παχύσαρκος, ούτε προδιαβητικός, κερδίζει πολλά ποιοτικά χρόνια ζωής τρώγοντας ορμονικά έξυπνα. Και αυτό επειδή ό,τι τρώμε διαμορφώνει το ορμονικό περιβάλλον μας για τις επόμενες 5-6 ώρες αλλά και το πως και πόσο θα ζήσουμε τελικά», τονίζει η Δρ. Κοΐνη.

Η συσσώρευση σωματικού λίπους είναι καθαρά ορμονική υπόθεση, που για να συμβεί χρειάζεται απαραιτήτως να μεσολαβήσει μια εξαιρετικά σημαντική ορμονική δύναμη, η ινσουλίνη. Χωρίς ινσουλίνη δεν παράγεται λίπος στο σώμα και δεν εισχωρεί το διατροφικό λίπος στα κύτταρά μας. Όταν κυκλοφορεί πολλή ινσουλίνη στο αίμα (υπερινσουλιναιμία), συσσωρεύουμε σωματικό λίπος ακόμα κι αν περιορίσουμε θερμίδες ή λιπαρά. Επίσης, η ινσουλίνη θα «φτιάχνει» λίπος μέσα μας από γλυκόζη, ακόμα κι αν δεν τρώμε λιπαρά.

Τι προκαλεί την έκκριση πολλής ινσουλίνης; «Οι κακές θερμίδες, δηλαδή οι τροφές που δίνουν γρήγορα και πολύ σάκχαρο (γλυκόζη) στο αίμα μας», απαντά η Δρ. Κοΐνη και εξηγεί ότι «το δίδυμο γλυκόζης – ινσουλίνης ρυθμίζει συνολικάτην υγεία και την ορμονική μας ισορροπία, και η προσεκτική και απροκατάληπτη μελέτη της ιστορίας και των ερευνητικών ευρημάτων δείχνει ότι ο άνθρωπος δεν παχαίνει επειδή τρώει πολλές θερμίδες ή λιπαρά ή επειδή δεν ασκείται, όπως λανθασμένα υποθέτει η συμβατική διαιτολογία, αλλά επειδή τρώει πολλές κακές θερμίδες, δηλαδή ορμονικά λανθασμένα».

Ο ανθρώπινος οργανισμός δεν είναι απλά ένας καυστήρας θερμίδων. Είναι μια ορμονικά πολύπλοκη μηχανή, που άλλα θρεπτικά στοιχεία θα τα χρησιμοποιήσει σαν δομικά υλικά για την οικοδόμηση και συντήρηση πολύτιμων δομών (οστά, μυς, όργανα, αγγεία, δέρμα) και άλλα θα τα χρησιμοποιήσει σαν παράγοντες βιολογικής επικοινωνίας (υποδοχείς λήψης σημάτων και μεταφορείς σημάτων). Επίσης, κάποια από τα θρεπτικά στοιχεία θα τα κάψει πλήρως για την παραγωγή ενέργειας, άλλα θα τα κάψει εν μέρει, ενώ τελικά από την ενέργεια που θα παραχθεί από την όποια καύση, ένα -διαφορετικό κάθε φορά- ποσό της θα σπαταληθεί ως θερμότητα.

«Συνεπώς, η συμβατική διαιτολογία έχει αποτύχει παταγωδώς διότι στη μέχρι τώρα πορεία της έχει αγνοήσει την ορμονική πολυπλοκότητά του ανθρώπινου οργανισμού και τη μεγαλύτερη βιολογική δύναμη στη Γη: τις ορμόνες μας», καταλήγει η Δρ. Κοΐνη.