Κυνηγός, πτωματοφάγος και κανίβαλος. Αυτά τα τρία καθοριστικά χαρακτηριστικά του Τυραννόσαυρου Rex (Τ-Rex) μοιάζει να καθόρισαν την επιλογή του τίτλου στο έργο της Λένας Κιτσοπούλου που παίζεται στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού. Με επικεφαλής την ίδια στο κείμενο και τη σκηνοθεσία η παράσταση φέρνει στη σκηνή «μια ομάδα ανθρώπων, μια κοινωνία τεράτων που προσπαθούν να επιβιώσουν με τα μικρά τους ατροφικά χέρια που δεν μπορούν να αγκαλιάσουν παρά μόνο να πατήσουν κουμπιά διάφορων τηλεκοντρόλ ή κουμπιά κινητών για να στείλουν μηνύματα τα οποία αποφεύγουν την κατά μέτωπο σύγκρουση με την πραγματικότητα».
Η νέα δουλειά της ηθοποιού, σκηνοθέτριας και συγγραφέως τοποθετείται μέσα σε μια αίθουσα μπαλέτου, έτσι, χωρίς πραγματικό λόγο, με την κλασική μπάρα γύρω γύρω και το πιάνο στην άκρη. Μαθητές και δασκάλα προσπαθούν να δώσουν χωρίς επιτυχία μιαν άλλη διάσταση στη ζωή τους να γλιτώσουν, να ξεφύγουν από τα ίδια και τα ίδια.
Με τη βαρετή ιστορία των ανθρώπων καταπιάνεται, όπως πάντα, η Λένα Κιτσοπούλου, μεταφέροντας τους προσωπικούς της προβληματισμούς και τα δικά της αδιέξοδα στο χαρτί και στο σανίδι. Τα περισσότερα είναι και δικά μας: η έλλειψη επικοινωνίας, η υποκρισία, η εκμετάλλευση του άλλου, η πλήξη, η αναζήτηση του έρωτα, της φιλίας, της αγάπης, η επιθυμία μιας ζωής με νόημα, η αξία της οικογένειας και η αξία της τέχνης. Κι όλα αυτά κόντρα σε μια πραγματικότητα σε τέλμα, χωρίς μέλλον.
ΤΑ ΚΛΙΣΕ. Με τη διάθεση να κατακρίνει τα κλισέ που μας έχουν επιβληθεί και στα οποία ενδίδουμε με μεγάλη ευλάβεια, η Λένα Κιτσοπούλου τα πυροβολεί ένα ένα και τα αντικαθιστά με τα δικά της συγγραφικά κλισέ: φωνές, εμμονές, εκνευριστική επαναληπτικότητα, αυτοκτονικές τάσεις, βρισιές, βία, αίμα, κόπρανα, σεξ και θυμό, πολύ θυμό. Θέτει σε αμφισβήτηση τις σχέσεις, την οικογένεια. Κι αν η ματιά της φωτίζει πράγματι κομμάτια της ψυχής μας, ο τρόπος που το κάνει παραμένει στάσιμος. Δεν εξελίσσεται ούτε πρωτοτυπεί. Στους «Τυραννόσαυρους», κείμενο και σκηνική απόδοση δεν ξεφεύγουν από «τα ίδια και τα ίδια». Η Λένα Κιτσοπούλου παραμένει μια ιδιαίτερη μονάδα μέσα στο θεατρικό γίγνεσθαι: ο τρόπος που βλέπει και αναπαριστά τη ζωή έχει βρει μια δίοδο επικοινωνίας με το κοινό. Ωστόσο συνεχίζει να μπουκώνει τα έργα της, βάζοντας μέσα, χωρίς ειρμό, χωρίς συνεκτικό ιστό, καθετί που την προβληματίζει. Δεν ανανεώνεται, δεν εξελίσσεται. Αρέσκεται σε μια πρόκληση, άλλοτε δικαιολογημένη και άλλοτε αδικαιολόγητη, στην ανθρωποφαγική πλευρά της ζωής, με το σκεπτικό ότι η πραγματικότητα είναι ακόμα χειρότερη. Και προσφέρει χύμα, κυριολεκτικά χύμα, αυτό που έχει ετοιμάσει, με μια βιασύνη, ενίοτε και μια προχειρότητα. Ωστόσο, διατηρεί διαρκώς ένα αίσθημα έκπληξης ότι κάτι θα γίνει στη σκηνή κι αυτό το στοιχείο μειώνει την πλήξη. Αλλά σαν να το έκανε επίτηδες, η παράσταση τελειώνει και έκπληξη δεν υπήρξε.
Ο Γιάννης Κότσιφας, κεντρική μορφή της παράστασης, στον ρόλο της δασκάλας μπαλέτου, με την κόκκινη περούκα, που καθ’ οδόν αποκαλύπτεται ως άνδρας, πραγματικά δίνει τον καλύτερο εαυτό του, ιδρώνει μεταφορικά και κυριολεκτικά τη φανέλα. Οι ηθοποιοί του θιάσου αποδεικνύονται υπάκουοι στο όραμα της Κιτσοπούλου, με την Εμιλυ Κολιανδρή να εξελίσσει ουσιαστικά τη σκηνική της αλήθεια.
Η ίδια η δημιουργός κρατά για τον εαυτό της το κομμάτι της προσωπικής της καταγγελίας, κυρίως κατά της τέχνης –διόλου πρωτότυπο. Δύσκολο να βγει από το υπόγειο ο δεινόσαυρος…