Την εποχή που κυβέρνησε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης η Μεταπολίτευση είχε χάσει βίαια την αθωότητά της. Ή, για είναι κανείς ακριβής, το μόνο που είχε μείνει από εκείνη την αθωότητα ήταν το μέγεθος των προεκλογικών συγκεντρώσεων –ένας πολιτικός αρχηγός μπορούσε να πει ότι το πλήθος της πλαστικής σημαίας έφτανε έως την Πλατεία Αμερικής και να ήταν αλήθεια. Το κλίμα, όμως, ήταν ήδη τοξικό.
Η Ιστορία θα κρίνει εάν ο Μητσοτάκης πατέρας ήταν περισσότερο θύμα ή θύτης αυτής της τοξικότητας. Εάν στην κουλτούρα της εθνικής συμφιλίωσης και του πολιτικού φιλελευθερισμού που καλλιέργησε εμπράκτως ο ίδιος, και μάλιστα σε ένα άνυδρο από αυτή την άποψη περιβάλλον, βάρυναν μια κενή περιεχομένου κάθαρση, η εφεύρεση του όρου «διαπλοκή» και μια λειψή κυβερνητική θητεία που σημαδεύτηκε από τη λυσσαλέα αντίδραση των συνδικάτων, αλλά και από τις υποκλοπές των υπογείων της Ρηγίλλης και τις καταγγελίες για διάφορα σκάνδαλα.
Ο Μητσοτάκης δεν ερχόταν από κάποια παρθένα γη. Στο πολιτικό του DNA είχε εγγραφεί μια κάποια προσήλωση στον θεσμό της μοναρχίας, η ανοχή στις αυθαιρεσίες της και μια πολιτική επιλογή που χαρακτηρίστηκε αποστασία και συνδέθηκε μάλλον αυθαίρετα με τη χούντα των συνταγματαρχών. Αυτό το DNA, πάντως, δεν του στέρησε μια βασική του ιδιότητα: παρέμεινε έως το τέλος ένας σύγχρονος πολιτικός –τόσο σύγχρονος ώστε να διαβλέψει την οδυνηρή σύγκρουση με τα βράχια. Αλλά ο Μητσοτάκης δεν ήταν ένας μάντης κακών, μια υπερφυσική Κασσάνδρα. Αν είχε κάτι υπερφυσικό επάνω του, ήταν οι αντικολλητικές του ιδιότητες. Η αξιοθαύμαστη ικανότητά του να διώξει από πάνω του τη λάσπη του πολιτικού και του εκδοτικού αυριανισμού που, καθόλου αθώα, τον εμφάνισε ως συνεργάτη των Ναζί.