Οι λέξεις είναι συχνά επικινδυνότερες (και υπαιτιότερες) των εκρηκτικών μηχανισμών. Κι άλλωστε αυτές προηγούνται των δεύτερων. Οι οποίοι και αναλαμβάνουν τελικά να εκπληρώσουν το ουσιαστικό περιεχόμενο των πρώτων. Οπου λοιπόν εχρειάζετο ένα (κάποιο) ποσοστό αίματος, για να επικυρωθούν τα οιστρηλατούμενα εμφυλιοπολεμικά σύνδρομα και να γίνει αντιληπτό το φάσμα της διχαστικής κραιπάλης. Η οποία διέπει εν πολλοίς τον πολιτικό λόγο. Τον αιμοδοτεί. Και τον χαρακτηρίζει. Ενθεν και ένθεν του πολιτικού φάσματος. Περισσότερο ίσως από τη μια πλευρά.
Εξωνυμένοι «γερμανοτσολιάδες» οι μεν. Απατεώνες (ή περίπου) οι δε. Κι επομένως άξιοι όχι απλώς διασυρμού, αλλά και «στα έξι μέτρα»! Με αποτέλεσμα να δημιουργείται το κατάλληλο κλίμα και να παρωθούνται οι ολιγόνοοι. Με την εγγενή τρομοκρατία να βρίσκει (όχι απλώς να εφευρίσκει) και «εις πρώτην ζήτησιν» αιτιολόγηση των πρακτικών της.
Εάν είναι «ξεπουλημένοι», τότε το «φωτιά και τσεκούρι» δεν απορρίπτεται. Αντιθέτως συστήνεται! Και κατ’ ακρίβειαν επιβάλλεται. Τα αίτια είναι ασφαλώς πολλά και οι απλοποιήσεις δεν είναι καλός σύμβουλος. Αλλά το γεγονός της συνενοχής του πολιτικού λόγου είναι αναντίλεκτο. Και ιδιαίτερα στο μέρος του εκείνο που επιλιπαίνεται από οιστρογόνα λαϊκισμού και καθιερώνεται ως αιχμή διεκδικητικών ερεισμάτων.
Να μην αυτοεμπαιζόμεθα: οι ενδογενείς παθογένειες υπερτερούν των αιτίων της καταστροφής. Και απομακρύνουν τις δυνατότητες ανακοπής της ολισθήσεως. Και της αναστροφής της. Οσο ασφαλώς και τα ριζώματα της διαφθοράς, που από άλλη διάσταση συνδράμουν την αιτιογονία της καταπτώσεως. Γιατί περί αυτής πρόκειται.
Και που θα οδηγήσει στα χειρότερα, εάν επιτέλους η φρόνηση δεν αποκτήσει τη δυνατότητα ν’ αρθρώσει γενναιόφρονα εθνικό λόγο…