Παράκτια αρχαία κατάλοιπα, λιμενικές εγκαταστάσεις, μεγάλος αριθμός ναυαγίων διάφορων εποχών, καθώς και σημαντικά κινητά ευρήματα (αγγεία και ακέραια πήλινα μαγειρικά σκεύη), εντοπίστηκαν στη Δήλο, κατά την υποβρύχια έρευνα που πραγματοποιήθηκε μεταξύ 2 και 20 Μαΐου, υπό τη διεύθυνση της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων (ΕΕΑ).
Οπως αναφέρει ανακοίνωση του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, τα ευρήματα «επιβεβαιώνουν ότι η Δήλος ήταν σημαντική εμπορική βάση και σημαντικός διαχρονικός εμπορικός θαλάσσιος δρόμος, που συνέδεε την ανατολική με τη δυτική Μεσόγειο».
Συγκεκριμένα, «ερευνήθηκε και αποτυπώθηκε με λεπτομέρεια ο μεγάλος λιμενοβραχίονας, που προστάτευε κατά την αρχαιότητα το κεντρικό λιμάνι της Δήλου (ιερός λιμένας) από τους ισχυρούς βορειοδυτικούς ανέμους, ο οποίος βρίσκεται σήμερα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας λόγω της ανόδου της στάθμης κατά 2 μέτρα από την αρχαιότητα».
Οπως ενημερώνει το ΥΠΠΟΑ, πρόκειται για εντυπωσιακή ισχυρή κατασκευή, μήκους περίπου 160 μ. και πλάτους τουλάχιστον 40 μ., που θεμελιώθηκε σε σωρό ακατέργαστων λίθων, ενώ η ανωδομή της ήταν, κατά μεγάλο μέρος, κατασκευασμένη με γρανιτένιους ογκόλιθους εντυπωσιακού μεγέθους. «Η χρονολόγηση της κατασκευής του παραμένει ακόμη άγνωστη και μόνο η μελλοντική αρχαιολογική και γεωλογική έρευνα θα δώσει στοιχεία για αυτό», σημειώνει το ΥΠΠΟΑ.
Επίσης, αποτυπώθηκαν τοίχοι κτισμάτων και δομικά στοιχεία πεσμένης κιονοστοιχίας στον αιγιαλό κατά μήκος της ακτογραμμής εντός και βορείως του ιερού λιμένα, ενώ βόρεια του λιμενοβραχίονα και σε σχετικά μικρό βάθος εντοπίστηκαν τα υπολείμματα ναυαγίου της ύστερης ελληνιστικής εποχής, με κύριο φορτίο αμφορείς, για τη μεταφορά κρασιού και λαδιού από την Ιταλία καθώς και τη Δυτική Μεσόγειο.
«Στο πλαίσιο της έρευνας έγινε φωτογράφηση και η χαρτογράφηση δυο ακόμη ναυαγίων που εντοπίστηκαν κατά τις προηγούμενες ερευνητικές περιόδους στις θαλάσσιες περιοχές των Φούρνων και του Κάτω Κενεράλε», αναφέρεται στην ανακοίνωση και προστίθεται ότι στη Δήλο εντοπίστηκαν ακόμη δύο νέα ναυάγια της ύστερης ελληνιστικής εποχής: Στη Χερόννησο (στο νότιο άκρο της Δήλου) και στη Ρήνεια στον όρμο Φυλλάδι.
Αμφορείς από περιοχές εκτός Αιγαίου
Τα ναυάγια αυτά (στη Χερόννησο της Δήλου, στο Φυλλάδι της Ρήνειας, στο Κάτω Κερενάλε και στο κεντρικό λιμάνι) ανήκουν στην περίοδο της μεγαλύτερης ακμής του νησιού (τέλη 2ου-αρχές 1ου αι. π.Χ.), λίγο δηλαδή πριν την καταστροφή της Δήλου από τον Μιθριδάτη και τους πειρατές της Κιλικίας.
«Σημαντική είναι η παρουσία αμφορέων από περιοχές εκτός του Αιγαίου (Ιταλία, Ισπανία, Βόρεια Αφρική), που καταδεικνύουν με τον καλύτερο τρόπο την ευρύτητα των εμπορικών συναλλαγών του νησιού σε όλη τη Μεσόγειο κατά την ελληνιστική περίοδο», σημειώνει το ΥΠΠΟΑ, τονίζοντας τη σημασία «της ανακάλυψης κάποιων αμφορέων, που χρονολογούνται σε πρωιμότερες εποχές (όπως του 5 ου αι. π.Χ.), για τις οποίες η γνώση είναι περιορισμένη, όσον αφορά στο εμπόριο και τις ανταλλαγές στην περιοχή της Δήλου».
Η εύρεση αμφορέων που χρονολογούνται σε περιόδους υστερότερες από την καταστροφή της Δήλου (2ος-4ος αι. μ.Χ.), όπως και το ναυάγιο των Φούρνων, δείχνουν ότι το νησί όχι μόνο δεν έπαψε να κατοικείται, αλλά πως έπαιζε ακόμη σημαντικό ρόλο στο εμπόριο και τη ναυσιπλοΐα της εποχής αυτής.
Τα αποτελέσματα αυτά βοηθούν στην ολοκλήρωση της αρχαιολογικής και ιστορικής εικόνας της Δήλου, γεγονός που ενισχύει την ανάγκη για τη συστηματική συνέχιση της υποβρύχιας διερεύνησης του νησιού. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε υπό τη διεύθυνση της ΕΕΑ, δια της προϊσταμένης, Δρ. Αγγελικής Γ. Σίμωσι. Τον συντονισμό και την επιστημονική ευθύνη είχε η καταδυόμενη αρχαιολόγος της ΕΕΑ, Μαγδαληνή Αθανασούλα. Επίσης συμμετείχε ως επιστημονική υπεύθυνη για τις αποτυπώσεις η Αικατερίνη Ταγωνίδου, καταδυόμενη αρχιτέκτων μηχανικός της ΕΕΑ.
Η έρευνα διεξήχθη σε συνεργασία με τη Γαλλική Σχολή με επιστημονικό υπεύθυνο τον Δρ. Ζαν Σαρλ Μορετί διευθυντή των ανασκαφών της Δήλου, και με το Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών, με τη συμμετοχή της καταδυόμενης αρχαιολόγου και αρχιτέκτονα, Δρ. Μάνθας Ζαρμακούπη. Στην έρευνα έλαβε επίσης μέρος ο καταδυόμενος τοπογράφος μηχανικός της Γαλλικής Σχολής Λιονέλ Φοντέν, ενώ την τεχνική υποστήριξη ανέλαβε ο Σπυρίδων Μουρέας, εργατοτεχνίτης καταδυόμενος της ΕΕΑ. Η δαπάνη της έρευνας καλύφθηκε από την ΕΕΑ, τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή και το Society for the Promotion of Roman Studies.