Παραξενεύτηκαν κάποιοι που αποχαιρέτησα τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη γράφοντας «καλό ταξίδι, ψηλέ». Να τους πληροφορήσω λοιπόν ότι η Κρήτη έχει τη δική της αργκό. Και ο Μητσοτάκης για τα Χανιά ήταν πάντα «ο ψηλός». Μπροστά του τον προσφωνούσαν βέβαια «Πρόεδρο» –ακόμη και τις περιόδους που δεν ήταν -, αλλά στο Μαράθι, στο Ακρωτήρι, στα μιτάτα, στο παλιό λιμάνι άκουγες: «περιμένουμε τον Ψηλό» ή «μόλις πέρασε ο Ψηλός».
Οταν για πρώτη φορά άκουσα τον χαρακτηρισμό, παραξενεύτηκα. Ηταν βέβαια ψηλός, αλλά δεν ξέρω αν ο όρος αναφερόταν μόνο στο φυσικό του μπόι. Ισως αυτοί που το πρωτοείπαν ήθελαν να τονίσουν ότι ποτέ του δεν προσπάθησε να περάσει απαρατήρητος και ποτέ του δεν καμπούριασε. Υπερασπίστηκε όρθιος και τις πιο αντιδημοφιλείς απόψεις του –μεγάλο προσόν.
Γνώρισα τον Μητσοτάκη στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Πολιτικά δεν ήμουν μαζί του. Θυμάμαι που είχα νιώσει την ανάγκη να του το πω. Σήκωσε τους ώμους του –θα θυμάστε τον χαρακτηριστικό τρόπο που το έκανε –και μου είπε κάτι σαν «είμαστε όμως και οι δύο Χανιώτες». Μετά την πρωθυπουργία του βρήκαμε τον χρόνο να μιλήσουμε περισσότερο. Πήγαινα για μια συνέντευξη στην Αραβαντινού ή στο Ακρωτήρι και αντί για μια ώρα καθόμουν τρεις. Η ευθύτητά του σε τρυπούσε. Δεν προσπαθούσε να γλυκάνει τα λόγια του. Ακουγε βέβαια την κριτική, πολλές φορές την προκαλούσε κιόλας –και αυτό μεγάλο προσόν.
Η τελευταία μας προσωπική συνάντηση ήταν στις αρχές του περασμένου Αυγούστου στο Ακρωτήρι. Ζήτησε ο ίδιος να με δει. Ενα μικρό μπουκάλι τσικουδιά, δύο ποτηράκια και καλιτσούνια. Μακριά η θάλασσα, χωμένη ανάμεσα στα βουνά. Εφημερίδες και βιβλία περίμεναν κάτω από ένα μεγεθυντικό φακό. Τα χέρια του χάιδευαν μια κατσούνα, σαν μια ανταμοιβή για τα βουνά που είχαν ανέβει μαζί.
Συζητήσαμε μέχρι τελικής πτώσεως. Δικής μου βέβαια, γιατί ο Ψηλός δεν κουραζόταν ποτέ.
Ο Σταύρος Θεοδωράκης είναι επικεφαλής του Ποταμιού