Επλασε έναν κόσμο όπου ήρωες της μυθολογίας και άγιοι της χριστιανοσύνης συναντήθηκαν μέσα στο ίδιο ατελιέ. Οπου τα σπίτια για πρώτη φορά δεν απεικονίστηκαν απλώς, αλλά απέκτησαν τις δικές τους ψυχογραφίες και τα γυμνά σώματα αποκάλυψαν την αλήθεια που δεν μπορούσαν να πουν οι απρόσωπες φιγούρες. Είναι ο κόσμος ενός ζωγράφου που άφηνε για λίγο το πινέλο για να πιάσει το μολύβι και να γράψει στίχους, και να επιστρέψει στον καμβά του με την ελευθερία της κάλυψης των εξόδων βιοπορισμού που του προσέφερε η έδρα του στο Πολυτεχνείο.
Είναι ο κόσμος του Νίκου Εγγονόπουλου, που θα «αναστηθεί», 110 χρόνια μετά τη γέννησή του, στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή στην Ανδρο, μέσα από 110 έργα του, αριθμός που αντιστοιχεί στο 10% του συνολικού του έργου, αν λάβει υπόψη του κανείς ότι στο catalogue raisonne του περιλαμβάνονται 1.100 έργα.
Γυναίκες χωρίς πρόσωπο –αφού πίστευε πως «το πρόσωπο μπορεί να πει ψέματα. Το γυμνό σώμα ποτέ» –με ιδιαιτέρως τονισμένο στήθος, στενή μέση κι αισθησιακούς μηρούς αποτελούν τις μούσες του. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι τον επισκέπτη στην έκθεση που επιμελείται η Μαρία Κουτσομάλλη – Μορό υποδέχονται «Ο ποιητής και η μούσα», έργο του 1938 και τον αποχαιρετά «Η μεσογειακή μούσα», δημιουργία του 1984, έναν χρόνο πριν από τον θάνατο του καλλιτέχνη. Πλάι τους ζευγάρια που μόλις αγγίζονται, χωρίς ο ερωτισμός να είναι εμφανής στα σφριγηλά κορμιά τους, συνοδευόμενα, όπως άλλωστε και πολλές από τις μεμονωμένες φιγούρες του με κάθε λογής αξεσουάρ, όπως παπούτσια και μπότες, κλουβιά, καπέλα και περικεφαλαίες, ξίφη και μουσικά όργανα, τριαντάφυλλα, βιβλία, καλάθια με φρούτα, λάμπες, χαρακτηριστικά της εικαστικής του γλώσσας. Μιας γλώσσας που δεν αξιοποίησε έτοιμη ο Νίκος Εγγονόπουλος για να εκφράσει όσα επιθυμούσε –εκείνη του υπερρεαλισμού –αλλά που τη διαμόρφωσε βάσει των ζωγραφικών κανόνων που ο ίδιος καθόρισε: αποκλειστική σχεδόν χρήση συγκεκριμένων διαστάσεων τελάρων για τις ελαιογραφίες σε μουσαμά, 92 x 73 εκ. (έως το 1965), ή 55 x 45 εκ. Απόλυτη κυριαρχία του κάθετου σχήματος, με εξαίρεση τις αρχιτεκτονικές σπουδές. Τρία στάδια δημιουργίας –σκίτσο, προσχέδιο με μολύβι και εν συνεχεία επεξεργασία του τελικού έργου –μαρτυρούν την απόσταση του Νίκου Εγγονόπουλου από τους αυθόρμητους υπερρεαλιστές.
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΤΟΥ. Δεν είναι μόνο οι γυναίκες και τα ζευγάρια όμως που θα ταξιδέψουν ώς την Ανδρο για να αποκαλύψουν το σύμπαν του Εγγονόπουλου για το οποίο ο ίδιος έλεγε: «Ο ζωγράφος μεταχειρίζεται χρώματα και πινέλα, λάδι, νέφτι και άλλα. Ξέρει όμως ότι πίσω από το τελάρο του υπάρχει μία φοβερή, βαθιά μαύρη τρύπα. Παραμερίζει, με την τόλμη του ονείρου, το τελάρο και σκύβοντας μες στο σκοτεινό βάραθρο βλέπει μακριά, πολύ μακριά, κοντά στο βάθος, κάτι να φωσφορίζει αμυδρά. Στο συναμεταξύ πετούν –αθόρυβα –μαύρα πουλιά, φτερωτά ψάρια και φαντάσματα. Ξανάρχεται στο φως. Αναμεσής σ’ αυτόν και στο τελάρο του βρίσκεται τώρα ένα θεριό. Αλλά και πάλι δεν φοβάται».
Στις επτά ενότητες της έκθεσης –ανάμεσα στις οποίες θα είναι ενταγμένα και ποιήματα του Εγγονόπουλου –οι επισκέπτες θα μπορέσουν να δουν δημιουργίες του επηρεασμένες από τη βυζαντινή τέχνη και τη διδασκαλία του Φώτη Κόντογλου, ο οποίος τον μύησε στο πώς να δουλεύει την αβγοτέμπερα πάνω στο ξύλο, καθώς και πρώτα τα σκούρα χρώματα και να προσθέτει τα ανοιχτά. Θα γνωρίσουν όχι μόνο μορφές αγίων –μεταξύ άλλων ο Εγγονόπουλος κόσμησε το τέμπλο του Αγίου Σπυρίδωνα στο Μανχάταν το 1952 –αλλά και σκίτσα, καρικατούρες κι αυτοπροσωπογραφίες γεμάτες χιούμορ, που δημιούργησε με τη συγκεκριμένη τεχνική ώς το 1955, οπότε και ζωγράφισε την τελευταία του Παναγία. Θα συναντήσουν ήρωες της ελληνικής Ιστορίας, συγγραφείς, φιλοσόφους και διανοουμένους, μορφές της μυθολογίας κι έργα με μοντέλα, κτίρια καμωμένα με τέμπερα. Θα δουν επίσης τα τρία από τα έργα που παρουσίασε στη Μπιενάλε της Βενετίας το 1954.
ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΩΝ. Κι αν όλα τούτα επιτρέπουν μια βαθιά βουτιά στον κόσμο του αινιγματικού κι απόμακρου Νίκου Εγγονόπουλου, η έκθεση στην Ανδρο επιφυλάσσει και μια ενδιαφέρουσα έκπληξη. Για πρώτη φορά θα βρεθούν ενώπιον κοινού τα σχέδια για τα κοστούμια που δημιούργησε για δύο παραστάσεις του 1959, οι οποίες ανέβηκαν στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού από τον Θυμελικό Θίασο του Λίνου Καρζή: τον «Ιωνα» του Ευριπίδη και τον «Προμηθέα δεσμώτη» του Αισχύλου. Μαζί με τα δύο κοστούμια που εκτίθενται, τα σχέδια –όπου πάνω τους είναι καρφιτσωμένα δείγματα υφάσματος για την κατασκευή των ρούχων –αποκαλύπτουν πώς οργάνωνε το υλικό για τις 13 παραστάσεις στις οποίες υπέγραψε σκηνικά και κοστούμια. Μεταξύ αυτών κι εκείνη, με την οποία ανέβηκε για πρώτη φορά στο θεατρικό σανίδι η Αλίκη Βουγιουκλάκη –το 1962, σε μια αποτυχημένη παράσταση –«Καίσαρ και Κλεοπάτρα».
Τα έργα τέχνης –«μία σιγοψιθυριστή εξομολόγηση προς ανθρώπους ευγενικούς», όπως τα όριζε ο Νίκος Εγγονόπουλος –συνοδεύει δίγλωσσος κατάλογος 290 σελίδων.