«Δαιμονισμένος άγγελος»: Ο Μίκι Ρουρκ μισθώνεται από τον Ρόμπερτ ντε Νίρο για να βρει τον Τζόνι, που προσπαθεί εναγωνίως να «αποφύγει το χρέος του». Περί επανεκδόσεως πρόκειται, και κατά την προσωπική μου άποψη, ενός εκ των καλύτερων φιλμ που μας έδωσε η δεκαετία του ’80, και σίγουρα η κορυφή του μέγιστου Αλαν Πάρκερ, όπως συμφωνούσε άλλωστε και ο αλησμόνητος Μπάμπης Ακτσόγλου.

Πάμε όμως να εξηγήσουμε το γιατί: στα περισσότερα θρίλερ τρόμου, το πρώτο συνθετικό (δηλαδή, όπως θα έλεγε και ο Τρίερ, «Το στοιχείο του εγκλήματος») είναι δευτερεύον σε σχέση με τη φρίκη που προκύπτει από το δεύτερο, και ο «Δαιμονισμένος άγγελος» είναι μια σπάνια, θαυμάσια εξαίρεση στον κανόνα, όπου η κυρίαρχη πτυχή είναι αυτή της πορείας του Χάρι Εϊντζελ που αναζητά τον τραγουδιστή Τζόνι Φέιβοριτ –μέχρι που η αναζήτηση αυτή τον φέρνει στη Νέα Ορλεάνη και το σκηνικό του βουντού και της δεισιδαιμονίας έρχεται στο προσκήνιο.

Περισσότερη ακόμα απειλή όμως προκύπτει από τη μορφή του Λούις Σάιφερ (ακόμα και το όνομα του είναι «σπόιλερ» θα έλεγε κανείς), μια νέα ανάγνωση του εξπρεσιονιστικού Σρεκ από τον «Νοσφεράτου», μόνο που εδώ, η σκιά που σέρνεται στον τοίχο (για να ριζωθεί στη λαϊκή συνείδηση) μεταμορφώνεται σε μια «ήρεμη» αλλά ασφυκτικά επίμονη απειλή που στοιχειώνει ολόκληρο το φιλμ. Και σταδιακά, ο «Δαιμονισμένος άγγελος» βυθίζεται στο αίμα, ολοένα και περισσότερο.

Αλλά μαζί με όλες τις μεγάλες υπερβολές του grand guignol, ο Αλαν Πάρκερ φροντίζει να κρατά στιβαρά το ένα μέρος του στόρι μέσα σε ένα πλαίσιο απολύτως ρεαλιστικό, επιτρέποντας στις πιο μακάβριες και γκροτέσκες αποχρώσεις του να «αιμορραγούν» σταδιακά μέσα στο αισθητικό πλαίσιο του φιλμ νουάρ.

Και δεν βοηθά μόνο η ατμόσφαιρα, ούτε το εξόχως δουλεμένο σενάριο, ούτε η ζοφερή παρουσία του Ρόμπερτ ντε Νίρο (που, να το πούμε κι αυτό, είναι φτυστός ο Μάρτιν Σκορσέζε εδώ). Αλλά και η πρωταγωνιστική παρουσία του Μίκι Ρουρκ, που ποτέ (στ’ αλήθεια) δεν υπήρξε καλύτερος, έτσι όπως φορά τον μανδύα ενός χαρακτήρα μοναδικά απελπισμένου, σε μία από αυτές τις αξιοσημείωτες περιπτώσεις στον κινηματογράφο, όπου ο ηθοποιός δείχνει να εξαφανίζεται εξ ολοκλήρου στον χαρακτήρα.

Σε μια κινηματογραφική ταινία γεμάτη θεαματικές επιδόσεις, ο Χάρι Εϊντζελ είναι αναμφίβολα η καλύτερη στιγμή του. Σε αυτό το συγκλονιστικό φινάλε, σ’ αυτή τη δακρύβρεχτη επιμονή που ξεσπά με μια κραυγή: «Ξέρω ποιος είμαι». Και καθώς το σκοτάδι τυλίγει τη Νέα Ορλεάνη και η μυρωδιά του αίματος διαβρώνει τα πάντα στο πέρασμά της, ο Αλαν Πάρκερ υψώνει έναν αδιαπέραστο μεταφυσικό μανδύα και ντύνει με αυτόν ολόκληρη την ιστορία του φιλμ νουάρ. Τι άλλο να πεις γι’ αυτό το αριστούργημα;

Βαθμοί: 10

Σαρδόνιο χιούμορ

«Οικογένεια Βαν Πέτεγκεμ»: Το ζήτημα της απόστασης έχει πάντα ενδιαφέρον, και πολλοί μεγάλοι κινηματογραφιστές φρόντιζαν να κοιτούν τα θέματά τους από απόσταση – όπως ακριβώς και τα είδη με τα οποία επέλεγαν να καταπιαστούν. Κάποιοι άλλοι όχι (ο Κασσαβέτης είναι ένα καλό παράδειγμα), κάποιοι άλλοι, όπως ο κύριος Μπρούνο Ντιμόντ, χρόνια τώρα, επιλέγει να λοξοδρομεί κινηματογραφικώς, να εντοπίζει εκεί μια διαδρομή που κανείς άλλος πριν από αυτόν δεν είχε ανακαλύψει, και να ακροβατεί επ’ αυτής, μέχρι τέλους. Η εκτίμηση απέναντι στο σινεμά του, αρχίζει από την εκτίμηση απέναντι σε αυτή τη μεθοδολογία. Εδώ (δηλαδή, στις αρχές του 20ού αιώνα), μια σειρά εξαφανίσεων αναστατώνει ένα ειδυλλιακό θέρετρο της Μάγχης, στο οποίο κάνει διακοπές η αριστοκρατική οικογένεια Βαν Πέτεγκεμ και κατοικούν οι φτωχοί ψαράδες Μπριφόρ. Και οι φίλοι του γαλλικού κόμικ ενδέχεται να «πιάσουν» πιο εύκολα τις αποχρώσεις ενός χιούμορ «ύπουλου», αλλά και σαρδόνια σαρωτικού.

Βαθμοί: 7

Το πορτρέτο

μιας ποιήτριας

«Ηρεμο πάθος»: Η μεγαλύτερη των ρομαντικών – και ίσως η πιο ασυμβίβαστη. Μονάχα ο Τέρενς Ντέιβις θα μπορούσε να γυρίσει μια ταινία για την Εμιλι Ντίκινσον και να μην απολέσει πάσα σοβαρότητα. Ξεκινώντας λοιπόν από τα παιδικά της χρόνια, και φτάνοντας μέχρι τον θάνατό της (που τη βρήκε ξεχασμένη και άπορη – μιας και το έργο της αναγνωρίστηκε πολλά χρόνια μετά) ο βρετανός καλλιγράφος φροντίζει να μην «τεντώσει» τις εντάσεις, παραμένοντας χαμηλόφωνος και λυρικός συνάμα, σκιαγραφώντας το πορτρέτο μιας μεγάλης ποιήτριας και γυναίκας. Υπέροχες οι Σίνθια Νίξον και Τζένιφερ Εϊλ.

Βαθμοί: 7

Κωμωδίες…

Στο γαλλικό «Για όνομα του Θεού», ο Ζαν Ρενό βάζει μπροστά μορφασμούς και γουρλοματάρες για να μας κάνει να γελάσουμε, σε ρόλο κακοποιού που επανασυνδέεται με δυο κόρες του και ετοιμάζει «τη μεγάλη δουλειά». Στο ισπανικό «Η Βασίλισσα της Ισπανίας» το φιλμικό συνεργείο (συν τους ηθοποιούς) μιας μεγάλης παραγωγής στην Ισπανία του 1950 συνωμοτεί ενάντια στον Φράνκο. Και στο αμερικανικό «Baywatch», έχουμε μια κωμική μεταφορά της γνωστής σειράς. Το τελευταίο δεν το είδα, μιας και δεν διοργανώθηκε δημοσιογραφική προβολή. Τα άλλα δυο προσπαθώ ακόμα να τα ξεχάσω.

…και δράματα

Το «100 μέτρα», ξανά από την Ισπανία, ξεκινά από την απίστευτη πραγματική ιστορία ενός άντρα που έπασχε από σκλήρυνση κατά πλάκας, αλλά κατάφερε να ολοκληρώσει το τρίαθλο για τον τίτλο του «Σιδερένιου ανθρώπου»: 3,8 χλμ. κολύμβηση, 180 χλμ. ποδηλασία και 42’ τρέξιμο. Θες δε θες, σε αγγίζει.

Βαθμοί: 5

Η «Κυρία Σλόαν» πάλι, με την Τζέσικα Τσαστέιν σε ρόλο λομπίστριας που βάζει μπρος όλα τα «μέσα» για τον έλεγχο της οπλοκατοχής, μου χάρισε ύπνο ελαφρύ.

Βαθμοί: 2