Πώς συνδέεται μια σουρεαλιστική μαύρη κωμωδία με την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή; Πώς γνώριμοι κώδικες φωτίζουν την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης; Ολα χωρούν μέσα σε ένα «Λαστιχένιο φέρετρο», το έργο του Αργύρη Κουνάδη που ανοίγει την αυλαία του Φεστιβάλ Μουσικού Θεάτρου στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, σε μουσική διεύθυνση Νίκου Βασιλείου, σκηνοθεσία Βίκτωρα Αρδίττη και λιμπρέτο Βασίλη Ζιώγα.

Για το έργο που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα ο μαέστρος της παράστασης εξηγεί ότι στην ουσία πρόκειται για έναν δημιουργό τον οποίο έχει τραγουδήσει όλη η Ελλάδα, αλλά δεν θυμάται ή δεν γνωρίζει. «Εναν συνθέτη που χάρισε στο ελληνικό κοινό την “Πλατεία Αβησσυνίας” και το “Ντου γιου λάικ μαμαζέλ δε Γκρις;”, το “Ορτσα τα πανιά”, το “Γιασεμί” και το “Αϊ γαρούφαλό μου” (διασκευή ισπανικού επαναστατικού), που μας σύστησε τις μοναδικές ηχοχρωματικές παλέτες φωνών σαν της Ελένης Βιτάλη, της Ελπίδας και του Αντώνη Καλογιάννη. Είναι ο συνθέτης που έγραψε υπέροχες μουσικές για τον κινηματογράφο του Κακογιάννη (“Κορίτσι με τα μαύρα” – “Ερόικα”), μα και την “Αντιγόνη” του Τζαβέλλα, που έπαιξε μαζί με τον Μάνο στην ηχογράφηση των μπαλέτων του για δύο πιάνα, που έντυσε μέχρι και τηλεοπτικές σειρές, όπως η “Τερέζα Βάρμα Δακόστα”, κ.ά.».

Αυτή η σουρεαλιστική, μαύρη κωμωδία με στοιχεία γκροτέσκου, που σφραγίζεται από την υψηλών απαιτήσεων μουσική γραφή του Κουνάδη, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη Βίκτωρα Αρδίττη, διαπερνά τον χρόνο. Ποιο είναι το σημείο στο οποίο σμίγει με την «Αντιγόνη»; «Ο Κουνάδης είχε ήδη από την πρώτη γραφή τού έργου το 1965 μια τρελή ιδέα: να παρεμβάλει στη δράση ένα απόσπασμα από την “Αντιγόνη” του Σοφοκλή, και μάλιστα στα γερμανικά, στη μετάφραση του Χέλντερλιν. Είναι η στιγμή που ο απίθανος ήρωας του έργου, αυτός που έχει οργανώσει ο ίδιος την κηδεία του, διαπραγματεύεται το κατάλληλο μοιρολόι που θα ‘θελε να ακούσει πριν να πεθάνει. Αυτήν την κουφή ιδέα κρατάμε κι εμείς στην τωρινή παράσταση. Ενα σαρκαστικό μετα-θεατρικό σχόλιο, ένα από τα πολλά που κρυφά έχει η παράστασή μας».

Είναι άραγε αυτό το στοιχείο που κάνει το έργο των Κουνάδη – Ζιώγα σημαντικό; «Αν ένα έργο εμπεριέχει εκείνο που μας νοιάζει και μας συγκινεί», λέει ο Βίκτωρ Αρδίττης, «είναι σπουδαίο». «Η αυθεντικότητα της ματιάς και της αναζήτησης λειτουργεί πέρα από τις επιταγές των συνταγών μιας εύκολης επιτυχίας. Φαντάζομαι αυτούς τους δύο Ελληνες πλάι πλάι στη Γερμανία του ’60 να φτιάχνουν το έργο διασκεδάζοντας, και δοκιμάζοντας όμως να μην είναι όπως η παλιά όπερα, αλλά όπως το καινούργιο τότε μουσικό θέατρο: πλήρες θέατρο με τραγουδιστές και ορχήστρα».

ΙΤΑΛΙΚΗ ΟΠΕΡΑ. Πόσο μεγάλη είναι η απόσταση από την ιταλική όπερα έως το έργο του Κουνάδη; «Είναι ένας άλλος κόσμος, ένας άλλος αιώνας. Και είναι γνωστό πως αυτές οι αναζητήσεις του 20ού αιώνα συναντούν τις απαρχές της όπερας. Ο Μοντεβέρντι, ο Πέρσελ και οι άλλοι του μπαρόκ, η όπερα μέχρι τον Μότσαρτ, το θέατρο έψαχναν πάνω απ’ όλα το θεατρικό δραματικό γεγονός» εξηγεί ο σκηνοθέτης. Αυτή η περίεργη συνθήκη (τραγουδιστές και ορχήστρα σε έναν διάδρομο, σε απόσταση αναπνοής από τους θεατές), που περιγράφει ο Αρδίττης, θα επιτρέψει στο έργο, ή καλύτερα στο συμβάν, να ανοιχτεί σε απρόσμενες διαστάσεις –μεταφυσικές. «Σχεδιάσαμε το ανέβασμα με ελάχιστο προϋπολογισμό, με τη συνεργασία της Ιριδας Νικολάου στην κίνηση, του Αντώνη Δαγκλίδη στα σκηνικά και τα κοστούμια, και της Ελευθερίας Ντεκώ στους φωτισμούς».

Το «Λαστιχένιο φέρετρο» τοποθετείται στον κατάλογο της πρωτοπορίας γιατί, όπως εξηγεί ο Νίκος Βασιλείου, «είναι αποτέλεσμα “αυτόματης” (δηλαδή χωρίς σταματημό ολονύκτιας γραφής, πρακτική πολύ κοντά στις σύγκαιρες των μπίτνικ) του Βασίλη Ζιώγα. Ισως του πρώτου έλληνα θεατρικού σουρεαλιστή. Η μουσική του μεταφορά αντανακλά πλήρως τα κεντροευρωπαϊκά πρότυπα μουσικής πρωτοπορίας καθώς φλερτάρει με όλες τις τότε θεωρούμενες μοντέρνες τεχνικές, απ’ το αρμονικό και ρυθμικό λεξιλόγιο ώς την ενορχήστρωση, τον αλεατορισμό, τα κοντίνουουμ και τις σημειολογικές αναφορές “μετάπραξης” που καθόρισαν τόσο έντονα την παγκόσμια μα και την εντόπια δημιουργία (Ξενάκης, Χρήστου κ.ά.). Το εντυπωσιακό είναι ότι συγκρίνοντας την εκδοχή που ερμηνεύουμε (2003) με την αρχική που τυπώθηκε το 1968, το έργο έχει μεταστοιχειωθεί τελείως σαν ηχητική εμπειρία, αλλά δεν παύει να είναι τόσο άμεσο και έντονο δραματουργικά όπως και στην πρώτη του και καταλυτική εμφάνιση που θεωρήθηκε αξιοσημείωτη για τα δεδομένα της εποχής από τον τότε έγκριτο μουσικολογικά Τύπο».

INFO

«Λαστιχένιο φέρετρο» στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, Λεωφ. Ανδρέα Συγγρού 364, 4 και 6 Ιουνίου, τηλ. 210-8778.396-8, http: //www.snfcc.org