Τα ειρωνικά σχόλια διαφόρων μέσων κοινωνικής δικτύωσης σε σχέση με την ηλικία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, αμέσως μετά την αποδημία του, δηλαδή κατά πόσο πέθανε «εντελώς» ή «απολύτως», αποδεικνύουν για μια ακόμα φορά ότι η δημοκρατία στην Ελλάδα είναι στα σπάργανα. Βιώνουμε ένα καθεστώς μιας απόλυτα παρεξηγημένης ελευθερίας χωρίς να υποψιαζόμαστε, ή έστω απλά να αναρωτιόμαστε –οι περισσότεροι –αν και κατά πόσο οι δραματικές συνθήκες που ζούμε ως κοινωνία είναι σε απόλυτη συνάρτηση με ξετραχηλισμένες και κακοήθεις, ιδιωτικής φύσης, συμπεριφορές. Κάτι περισσότερο: συμπεριφορές βάναυσες και χυδαίες.
Δεν μπορεί ο κάθε οδηγός ταξί (για παράδειγμα) να επαναλαμβάνει γελώντας, νομίζοντας μάλιστα ότι «κάνει πνεύμα», ό,τι άρπαξε το αφτί του σε έναν ραδιοφωνικό σταθμό ή διέτρεξε το μάτι του στο facebook σε σχέση με την ηλικία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ελάχιστη ώρα μετά τον θάνατό του. Οπως η περίσκεψη μπροστά στην αρρώστια, έτσι και ο σεβασμός μπροστά στον θάνατο δεν γίνεται να απαλειφθεί, με τις αμφιβολίες που δημιουργούνται όταν συμβαίνει κάτι ανάλογο να μην αφορούν καθόλου τον άνθρωπο που έφυγε, αλλά πρωτίστως και κυρίως όποιον συμβαίνει αστειευόμενος να απαξιώνει ηθικά τον θάνατο. Ο θάνατος του κάθε ανθρώπου που, αν συμβαίνει να μην είναι γνωστός, τον πενθούν μόνο οι οικείοι του, ή αν του έχει επιδαψιλευτεί κάποια δημοσιότητα, στην πραγματικότητα μόνο οι δικοί του τον πενθούν, δεν μπορεί παρά να διεγείρει αυθορμήτως μια σκέψη και μια ανησυχία τόσο καταλυτικές ώστε οποιαδήποτε άλλη αντίδραση να ισοδυναμεί με μια αναισθησία κάθε άλλο παρά ιδιωτικής σημασίας. Μια αναισθησία που ναρκοθετεί τα θεμέλια της κοινωνίας ώστε να μην καταγγέλλει μόνον ως ψευδεπίγραφη κάθε πράξη αλληλεγγύης στην οποία το σύνολο των ανθρώπων έχει συνηθίσει να προσβλέπει ανακουφιστικά αενάως, αλλά να λειτουργεί ταυτόχρονα και ως μπούμερανγκ.
Με την έννοια πως όταν απαξιώνεις τον θάνατο, αστειευόμενος μαζί του, ο πολιτισμός υπονομεύεται σε τέτοιον βαθμό ώστε θα υποστείς καταστρεπτικά στον προσωπικό σου χώρο τις συνέπειες αυτής της απαξίωσης. Οσο κι αν τα πρόσωπα εξουσίας, όπως ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, περισσότερο από λύπη προβληματίζουν τους «περιλειπόμενους» για τη σχέση που διατηρούσαν με τον θάνατο και σε ποιο βαθμό ενδεχομένως τους έκανε η εξουσία να αισθάνονται άτρωτοι, η μόνη αντίδραση που θα δικαιολογούνταν για έναν έστω και στοιχειωδώς υγιή ψυχικά άνθρωπο θα ήταν μία και μόνη. Να αναλογιστεί μπροστά στον θάνατο της διάσημης προσωπικότητας πόσο τελικά φτωχές είναι οι λέξεις ώστε καμιά απολύτως σε σχέση με όσες την εξέφραζαν όσο ζούσε να μην μπορεί να την καλύψει τώρα. Και πως ό,τι εξέπεμπε όσο ζούσε δεν αποκλείεται να ήταν μια παραπλανητική πληροφορία αφού τώρα μόνον τη γνωρίζουμε πραγματικά.