Το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, τουλάχιστον στο μέτωπο των αφίξεων, καταρρίπτει τα τελευταία χρόνια ο ελληνικός τουρισμός, με τη χώρα μας να είναι και φέτος περιζήτητη για διακοπές.
Το «ταραγμένο» κλίμα στη γειτονική Τουρκία και την Αίγυπτο οδηγεί και φέτος αρκετούς ταξιδιώτες στην Ελλάδα, η οποία συγκαταλέγεται ανάμεσα στους κορυφαίους ευρωπαϊκούς προορισμούς.

Ωστόσο, παρά το γεγονός αυτό, τα έσοδα δεν επιβεβαιώνουν μέχρι στιγμής το «success story» της τουριστικής κίνησης.
Η απόκλιση στις επιδόσεις αφίξεων και τουριστικών εισπράξεων, η οποία πέρυσι έγινε ιδιαίτερα εμφανής,με περίπου 1,5 εκατομμύριο περισσότερους επισκέπτες και 919 εκατ. ευρώ λιγότερα έσοδα, έχει αποτελέσει ήδη αντικείμενο προβληματισμού στους κόλπους των επιχειρηματιών του τουρισμού.
ΒΟΗΘΕΙΑ ΣΤΟ ΑΕΠ. Σύμφωνα με στελέχη του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ), ο τουρισμός φέτος είναι σε θέση να ενισχύσει με επιπλέον μία μονάδα το ΑΕΠ της χώρας, στην περίπτωση που επιτευχθούν οι στόχοι για άνω των 28 εκατ. αφίξεων (συμπεριλαμβανομένης της κρουαζιέρας) και έσοδα άνω των 14,5 δισ. ευρώ.
Ομως, όπως ήδη έχει τονίσει ο νέος πρόεδρος του ΣΕΤΕ Γιάννης Ρέτσος, «φέτος, παρότι έχουμε εκρηκτικές πληρότητες στα ξενοδοχεία, τα έσοδα παραμένουν ερωτηματικό». Οπως ο ίδιος εξήγησε, ο μεγάλος όγκος των προκρατήσεων που έγινε ώς τα τέλη του περασμένου Μαρτίου, ο οποίος κάλυψε σχεδόν τις πληρότητες της υψηλής περιόδου σε πολλά ξενοδοχεία, συνοδεύτηκε από υψηλές εκπτώσεις.
Αυτό σημαίνει ότι τελικά «τα έσοδα μπορεί να μην ανταποκρίνονται στη ζήτηση», φαινόμενο που αναμένεται να παρατηρηθεί στα παραθεριστικά ξενοδοχεία.
ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ. Πάντως, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, η αρνητική εξέλιξη των τουριστικών εσόδων, μεταξύ άλλων, οφείλεται στην αλλαγή του μείγματος των επισκεπτών και στη μικρότερη κατά κεφαλή δαπάνη.
Ηδη τα προσωρινά στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ) δείχνουν τα έσοδα του πρώτου τριμήνου του 2017 να είναι πτωτικά. Οι ταξιδιωτικές εισπράξεις μειώθηκαν κατά 26 εκατ. ευρώ (-4,8%) εξαιτίας της πτώσης της εισερχόμενης ταξιδιωτικής κίνησης κατά 1,8% και της μείωσης της μέσης δαπάνης ανά ταξίδι κατά 3,2%.Σημειώνεται ότι τα τελευταία χρόνια η μέση διάρκεια παραμονής των ξένων επισκεπτών στην Ελλάδα έχει μειωθεί από τις 10 διανυκτερεύσεις στις 6,7 το 2016. Επίσης, η δαπάνη ανά ταξίδι περιορίζεται σταθερά: από 653,3 ευρώ το 2013 έπεσε στα 590,2 ευρώ το 2014, σε 582,9 ευρώ το 2015 και στα 514,3 ευρώ το 2016.
Αντίστοιχα, το 2013 το σύνολο των αφίξεων άγγιξε τα 18 εκατ. επισκέπτες, το 2014 ξεπέρασε τα 22 εκατ., το 2015 τα 23,6 εκατ., ενώ το 2016 οι αφίξεις έφθασαν περίπου τα 24,8 εκατομμύρια.
ΑΥΞΗΣΗ ΔΑΠΑΝΩΝ. Σημειώνεται ότι με βάση τα στοιχεία που επεξεργάστηκε το Ινστιτούτο Τουριστικών Μελετών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ), το 2015 οι τουριστικές δαπάνες αυξήθηκαν κατά 5,4%, στα 13,681 δισ. ευρώ, σε σχέση με το 2014 και το 2016 μειώθηκαν κατά 4,4%, στα 13,105 δισ. ευρώ, διαμορφούμενες σε επίπεδα λίγο υψηλότερα από αυτά του 2014 (13,007 δισ. ευρώ).

Επίσης, από τα ίδια στοιχεία προκύπτει ακόμα ότι, παρά την αύξηση των αφίξεων, η εποχικότητα του ελληνικού τουρισμού δεν έδειξε σημάδια άμβλυνσης και ουσιαστικά παρέμεινε έντονη και αμετάβλητη, γεγονός που επηρεάζει ανάλογα και την εποχικότητα των εισπράξεων. Περίπου το 70% των τουριστών επισκέπτεται την Ελλάδα στο διάστημα μεταξύ Ιουνίου και Σεπτεμβρίου και αυτό το μερίδιο παραμένει αμετάβλητο την τετραετία 2013-2016. Ακόμα, κατά την τελευταία διετία μεγάλο ποσοστό διαφυγής τουριστικών εσόδων, σύμφωνα με τους επιχειρηματίες του τουρισμού, οφείλεται και στις βραχυχρόνιες μισθώσεις κατοικιών, οι οποίες παρουσιάζουν έκρηξη, ενώ το 2018 προβλέπεται να είναι αντίστοιχης δυναμικότητας με τα αδειοδοτημένα καταλύματα.

Οπως οι ίδιοι επισημαίνουν, εάν μέχρι τα τέλη του 2017 δεν εφαρμοστεί ο νόμος για τις μισθώσεις κατοικιών, η αναλογία δωματίων ξενοδοχείων και ενοικιαζόμενων σπιτιών μέσω του Ιντερνετ θα είναι ένα προς ένα.

Την ίδια στιγμή, από το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδος (ΞΕΕ) διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχει αύξηση επενδύσεων και πως ακόμα και οι επενδύσεις που σχεδιάζονται θα επηρεαστούν αρνητικά από τον φόρο διαμονής που θα επιβληθεί από την 1η Ιανουαρίου 2018.