Τα ευαίσθητα παιδιά είναι ιδιαίτερα απορροφητικά απέναντι στους ανθρώπους, τις συναναστροφές τους με αυτούς και τα καθημερινά ερεθίσματα.
Συνήθως έχουν χαμηλή εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να προσαρμοστούν σε μια καινούργια κατάσταση, έχουν την τάση να αποφεύγουν τις δοκιμασίες και να προσδοκούν ότι θα λάβουν αρνητική κριτική από τον περίγυρό τους, ενώ είναι ντροπαλά και συναισθηματικά ανασταλμένα.
Συνήθως δυσκολεύονται να συνδεθούν με ένα άγνωστο πρόσωπο ή ένα καινούργιο περιβάλλον και αναζητούν διαρκώς τη διαβεβαίωση από τους γονείς τους για να αντλήσουν ένα αίσθημα ασφάλειας που τόσο πολύ αναζητούν.
Λόγω της έλλειψης θάρρουςκαι της εγγενούς ανάγκης τους να είναι αρεστά από τους άλλους, υποχωρούν εύκολα απέναντι στις επιθυμίες των τρίτων, συχνά εις βάρος του εαυτού τους. Αυτό αναπόφευκτα δημιουργεί μια εσωτερική δυσαρμονία και ένα χρόνιο άγχος, το οποίο συχνά εκφορτίζεται με εκρήξεις θυμού, οι οποίες λαμβάνουν χώρα μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον τους.
Τα ευαίσθητα παιδιά αποφεύγουν τις δοκιμασίες και τις αντιξοότητες της ζωής και τείνουν να γίνονται εξαρτητικά στις σχέσεις τους.
Επειδή, όμως, κατά κανόνα είναι συναισθηματικά ανασταλμένα και κοινωνικά απομονωμένα, οι γονείς τους τείνουν να γίνονται πιο υπερπροτατευτικοί και κατευθυντικοί, με αποτέλεσμα να ενισχύουν την παθητικότητά τους.
Οι γονείς θα πρέπει να ενισχύουν την αυτονομία των ευαίσθητων παιδιών και τη διεκδικητική συμπεριφορά τους, δίνοντάς τους πρωτοβουλίες και κινητοποιώντας τα ώστε να αναλαμβάνουν ευθύνες. Οταν το παιδί ζητάει τη διαβεβαίωση, ο γονιός πρέπει να αντιστέκεται σε αυτό και να δείχνει εμπιστοσύνη στην ικανότητά του να τα βγάλει πέρα.
Κάθε άλλη μορφή ελεγκτικής στάσης απλώς θα το κάνει να νιώσει ανίκανο και ευάλωτο.
Οι γονείς θα βοηθήσουν το παιδί να κοινωνικοποιηθεί κινητοποιώντας το να εμπλακεί σε κοινωνικές δραστηριότητες της ηλικιακής του ομάδας, ενώ είναι σημαντικό να το επιβραβεύουν κάθε στιγμή που υπερβαίνει τις ευαισθησίες του.