Η τέχνη μπήκε στη ζωή μου μέσω του πατέρα μου διότι ήταν ερασιτέχνης ζωγράφος. Μην έχοντας τίποτε άλλο χαρούμενο να μας προσφέρει στη ζωή –διότι ήμασταν πάμφτωχοι -, το μόνο που μπόρεσε να μου δώσει ήταν να μου ανοίξει μια πόρτα προς την τέχνη. Κι έτσι, χωρίς να το καταλάβω, έπαιζα από τα οκτώ μου χρόνια τον ρόλο του καλλιτέχνη.
Το πρώτο μου έργο ήταν ένας στρατιώτης που φύλαγε σκοπιά. Τον είχα αντιγράψει από το σχολικό βιβλίο. Τον είχε ζωγραφίσει ένας συμμαθητής μου. Ακόμη θυμάμαι το όνομά του, Καπουράλης λεγόταν. Η δασκάλα τον επαίνεσε κι είπα εκείνη την ώρα από μέσα μου: «Εγώ μπορώ καλύτερα». Κι έτσι τον ζωγράφισα. Δεν θυμάμαι την αντίδραση της δασκάλας, αλλά εκείνη του πατέρα μου που το αγόρασε για ένα δίφραγκο. Εκτοτε ζούσα μέσω της ζωγραφικής κι ήδη σε ηλικία 12 ετών δούλευα στα ντεκόρ.
Ποτέ δεν θέλησα να λοξοδρομήσω από την τέχνη. Κι ακόμη σημαντικότερο είναι ότι ποτέ δεν μετάνιωσα. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι ως σκηνοθέτης του θεάτρου ίσως και να ήμουν σημαντικότερος; Διότι κι αυτό ήταν ένα άνοιγμα του πατέρα μου. Ηταν ιμπρεσάριος στο Ολύμπια κι από τότε είχα αγάπη για το θέατρο. Στα 55 μου, όταν γύρισα στην Ελλάδα, ανακάλυψα ότι και το γράψιμό μου θα μπορούσε να είχε κάποιο ενδιαφέρον, αλλά σε καμία περίπτωση να αντικαταστήσει τη ζωγραφική.
Τέχνη σημαίνει παραγωγή αφύσικης συγκίνησης. Γι’ αυτό και συνδέω την τέχνη με τα ναρκωτικά. Πολλοί καλλιτέχνες έχουν ανάγκη αυτές τις ουσίες για να λειτουργήσουν. Εμένα τις παράγει ο οργανισμός μου και δεν χρειάστηκε να πάρω. Διά της ζωγραφικής έμαθα να παράγω τέχνη, αλλά δεν είναι υποχρεωτικά η ζωγραφική τέχνη. Η ζωγραφική είναι ζωγραφική, αλλά μπορεί να γίνει και τέχνη.
Η τέχνη δεν έχει καμία σχέση με την αλήθεια. Η αλήθεια είναι ο Θεός. Η τέχνη είναι το ψέμα. Είναι το μη υπάρχον. Οταν η τέχνη προσπαθεί να δείξει την πραγματικότητα ή μέσω της πραγματικότητας να καταγγείλει ή να παραπέμψει, νομίζω ότι είναι δημοσιογραφική τέχνη. Ο Αϊ Ουέιουεϊ, για παράδειγμα, δεν είναι καλλιτέχνης, αλλά δημοσιογράφος. Βλέπει γεγονότα, φαντάζεται πώς μπορεί να τα μορφοποιήσει και βάζει τους άλλους να φτιάχνουν τα έργα. Βλέπεις την documenta. Πού συγκινείσαι; Πουθενά! Το μόνο που με συγκίνησε είναι η τελειότητα των κατασκευών. Λείπει όμως το σωτήριο λάθος του καλλιτέχνη. Κι εκεί που γίνεται το λάθος, γίνεται κι η αποκάλυψη.
Καλό έργο τέχνης είναι το απαραίτητο. Το έργο που αν δεν υπήρχε στην πορεία της τέχνης θα υπήρχε μια τρύπα. Αν έλειπε η «Τζοκόντα» ή η «Γκερνίκα», για παράδειγμα, δεν θα πέφταμε σε μια τρύπα καθώς ακολουθούμε την ιστορία της τέχνης; Ακόμη και συγκίνηση να προσφέρει ένα έργο –διότι αυτό επιδιώκω από την τέχνη -, αν δεν είναι αναγκαίο, δεν έχει νόημα.
Βρίσκω ότι το πιο θαυμαστό που υπάρχει είναι η στιγμή της εκσπερμάτισης. Εκείνη την ώρα δεν είσαι ούτε άνδρας ούτε γυναίκα ούτε γέρος ούτε νέος ούτε Ελληνας ούτε Γερμανός. Αυτό ζητάω από την τέχνη. Οταν αισθανθώ απέναντι σε ένα έργο ότι χάνομαι, ότι δεν ξέρω ποιος είμαι, τότε ξέρω ότι αυτό είναι τέχνη. Μου έχει συμβεί λίγες φορές. Εχω αισθανθεί αυτή τη συγκίνηση, νέος, μπροστά σε έναν λεπτεπίλεπτο Κούρο στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Οι επισκέπτες δίπλα του έμοιαζαν με μασκαράδες. Εκτοτε ένα κριτήριό μου για να καταλάβω την αξία ενός έργου είναι η σχέση του ανθρώπου μαζί του. Συνήθως ο άνθρωπος διαλύει την τέχνη. Είναι πιο σημαντικός. Οταν συμβαίνει το αντίθετο, τότε καταλαβαίνεις τι ζητάς από την τέχνη. Εχω διαισθανθεί ότι έχω δημιουργήσει κι εγώ τέτοιες στιγμές με την «Κιβωτό» στην Πάτρα και με τους «Χαρτοπαίκτες» στη Σαντορίνη. Θυμάμαι την κόρη μου, τη Μάγια, να κλαίει και να λέει «μη μου το κάνεις αυτό, μπαμπά». Με αφορμή τους «Χαρτοπαίκτες» ενώθηκαν άνθρωποι, χώρισαν… Εμπαιναν γελώντας κι έφευγαν κλαίγοντας.
Επιτυχία είναι ότι κατόρθωσα μια στιγμή να συμπληρώσω το έργο του Θεού. Εκείνος σου προσφέρει μια γκάμα ενός εκατομμυρίου ευκαιριών για συγκίνηση και εσύ προσθέτεις άλλη μία. Εχεις μια συνομιλία μαζί του, δεν είσαι άχρηστος. Μέχρι να φτάσεις εκεί, βεβαίως, φτιάχνεις κι αμέτρητες ηλιθιότητες.
Η αποτυχία είναι σαφής και εύκολα αναγνώσιμη αν παραδεχτούμε όλοι ότι όταν ξεκινάμε, τα πρότυπά μας είναι οι μεγάλοι στον κάθε τομέα. Αν είσαι συγγραφέας, θέλεις να φτάσεις τον Σαίξπηρ. Εγώ όταν ήμουν μικρός ήθελα να γίνω σαν τον Ραφαήλ. Δεν είχα αντίρρηση να γίνω και σαν τον Βαν Γκογκ. Αφού δεν έγινα, η αποτυχία είναι σαφής.
Εχω μετανιώσει πάρα πολύ για τα έργα που έσκισα. Τα έφτιαχνα, τα κοιτούσα κι όταν διαπίστωνα πως για ορισμένα εξ αυτών αγωνιούσα, τα κατέστρεφα. Ενιωθα ότι δεν ανταποκρίνονταν στις ασαφείς επιθυμίες μου. Οταν τα βλέπω τώρα, καταλαβαίνω ότι κατέστρεφα τις «Τζοκόντες» μου και κράταγα τις κόπιες τους. Ευτυχώς φωτογράφιζα τα πάντα κι έχουν μείνει ως ντοκουμέντα.
Λάθος είναι ότι κάποια στιγμή δέχτηκα να πληρωθώ με νόμισμα που δεν είχα προβλέψει. Ηθελα την εκτίμηση, την αγάπη, την είσοδό μου στην ιστορία της τέχνης και δέχτηκα να πάρω χρήματα και το χειροκρότημα ανθρώπων που δεν εκτιμώ ιδιαίτερα. Ηθελα δόξα και πήρα χρήματα. Οσο περνάει ο καιρός, και τώρα ειδικά με την κρίση, αυτό το βρίσκεις μπροστά σου. Τα δίνεις πίσω αυτά τα χρήματα κι όχι ευχαρίστως. Αισθάνεσαι ότι είναι τιμωρία. Κι εκεί που θέλεις να βρίσεις τους υπευθύνους για την κατάσταση στην οποία έχουμε φτάσει, βρίσκεις πρώτο στη λίστα τον εαυτό σου. Είσαι εσύ ο ίδιος που πρέπει να σκαμπιλιστείς.
Τα χρήματα δεν τα κατανοώ. Τα πετάω. Εβγαλα πολλά λεφτά, αλλά δεν ξέρω πόσα. Ως παιδί ήμουν σε πλήρη ένδεια. Σπουδαστής δεν είχα να πάρω χρώματα. Στα 27 μου με την υποτροφία σταθεροποιήθηκε η ζωή μου. Από τα 37 μου και μετά έβγαλα πολλά χρήματα. Κάποτε αισθανόμουν μια ηδονή όταν μου έδιναν ένα πακέτο λεφτά. Εχω αισθανθεί τη χαρά του όγκου. Στην καθημερινότητά μου ωστόσο ζω λιτά και τα δίνω στους άλλους.
Τα δημόσια έργα έχουν χάσει το νόημά τους, διότι δίπλα τους υπάρχουν εκατοντάδες κολόνες της ΔΕΗ. Για να νικήσουν τις κολόνες, τα τρόλεϊ ή τα αυτοκίνητα, τα έργα αναγκαστικά ή τερατοποιούνται ή φωνάζουν κι έτσι χάνουν το αίσθημά τους. Δεν με ενδιαφέρει υπό αυτές τις συνθήκες το δημόσιο έργο, αλλά το κρυμμένο, που θα πρέπει να το ανακαλύψεις. Εκείνο που θεωρητικά προορίζεται για τέρψη των πάντων, αλλά τελικά είναι προσβάσιμο σε εκείνους που πραγματικά το θέλουν. Ο σωστός χώρος για μένα είναι σε έναν ιδιωτικό χώρο για πολύ κοντινούς φίλους. Ούτε στα κοσμικά σαλόνια διότι το έργο προσβάλλεται, ούτε στα μουσεία που έχουν γίνει χώρος κατανάλωσης.
Εχω ζηλέψει πολλά έργα. Δεν προσπάθησα όμως να μειώσω αυτόν που έκανε το καλό, κατά τη γνώμη μου, έργο για να μπορέσω να τον φτάσω, αλλά να ανέβω εγώ στο δικό του επίπεδο, ακόμη κι αν έσπασα τα πόδια μου.
Φοβάμαι τη λήθη. Το να σε ξεχάσουν. Το να αποδειχτεί ότι η προσπάθεια που έκανα σε ολόκληρη τη ζωή μου δεν ήταν χρήσιμη.

Οι ιστορικοί τέχνης του μέλλοντος θα ήθελα σε μια εποχή, σε μια χρονιά, ακόμη και σε μια στιγμή από το 1960 έως σήμερα, που είναι η περίοδος που δημιουργώ, αντί να εξηγούν πώς ήταν η ζωή, να βάλουν τη φωτογραφία ενός έργου μου. Βαρύ, ε; Αυτή, όμως, είναι η μεγάλη μου επιθυμία: να μπορώ να μορφοποιήσω μια στιγμή της περιόδου που έζησα. Τότε θα έχω κερδίσει το παιχνίδι της αντιζηλίας – συνεργασίας μου με τον Θεό: να μην αποφασίσει αυτός πότε τελειώνει η υπόθεση Τσόκλης, αλλά να του επιβάλω εγώ τον όρο αυτόν. Θα το θεωρήσω μια νίκη.