Τώρα πια όλα μοιάζουν κάπως μπανάλ. Τα χαϊμαλιά, τα κουρέματα, τα πλουμιστά βανάκια, οι εδουαρδιανές φορεσιές, μερικά τραγούδια, ακόμα και τα ναρκωτικά. Κι όμως, τότε είχαν τον αέρα της εξέγερσης. Ηταν λες και οι διαδηλώσεις κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, το κίνημα για τα δικαιώματα των Αφροαμερικανών, η ακατέργαστη αλλά συνειδητή αντίδραση στον κομφορμισμό, η νεανική κουλτούρα που πρώτη φορά διαχώριζε σε τέτοια κλίμακα τον εαυτό της από την υπόλοιπη κοινωνία κατέληγαν σε τάσεις και συμπεριφορές που, αν και μαζικές ή διονυσιακές, ευδοκίμησαν σε μια περιοχή 25 πολεοδομικών τετραγώνων. Εκείνο το καλοκαίρι ήταν μπόλικες οι κοινότητες, οι συναυλίες, τα ουτοπικά εγχειρήματα, τα εκστατικά πάρτι ή οι συναντήσεις που ξεπηδούσαν σαν ψυχεδελικά μανιτάρια γύρω από τη συμβολή των οδών Haight και Ashbury του Σαν Φρανσίσκο. Κι αν ήσουν φοιτητής, μαθήτρια, μεσοαστός αμφισβητίας, επίδοξη καλλιτέχνις ή ακόμα και μετανοημένος υπαξιωματικός, σε ηλικία μεταξύ 15 και 30, όλο και σε κάποια θα βρισκόσουν. «Το πράγμα είχε να κάνει με την κατάρρευση των παραδοσιακών αξιών» θυμόταν ο αμερικανός δημοσιογράφος Γουίλιαμ Χέτζπεθ. «Ηταν η έμπνευση μιας απόλυτης δεκτικότητας, μιας νέας προσέγγισης μεταξύ των ανθρώπων. Είχε να κάνει με την προσπάθεια να χτιστεί μια καινούργια κοινωνία. Αυτό κάνει το “καλοκαίρι της αγάπης” τόσο ξεχωριστό: όταν αποκτάς νέο τρόπο αντίληψης των πραγμάτων, δεν γυρίζεις πίσω. Η συνείδηση είναι μη αναστρέψιμη».
Σχεδόν όσο και η Ιστορία: στη δεκαετία του ’50 και του ’60, οι μπίτνικ, με ορμητήρια σαν το βιβλιοπωλείο City Lights του Σαν Φρανσίσκο, είχαν ήδη αμφισβητήσει τις κοινωνικές συμβάσεις, τον καταναλωτισμό ή τις διεθνείς αντιπαλότητες που απαιτούσε για καύσιμο η μεταπολεμική συναίνεση. Η επιρροή τους ξεθύμαινε, έστω κι έτσι όμως ο μποέμικος τρόπος ζωής ή η ροπή τους στη θεσμική αποκέντρωση αναμειγνύονταν με εσωτεριστικές αναζητήσεις ως αντίβαρο στον υλισμό, με σεξουαλικούς ή ψυχοτρόπους πειραματισμούς ως μέσο αυτογνωσίας και υπερβατικής επικοινωνίας ή με τη ροκ μουσική ως απάντηση στον συντηρητισμό. Από τις αρχές του ’60, στη Δυτική Οχθη συνέρρεαν συγγραφείς σαν τον Κεν Κέσεϊ, τραγουδίστριες σαν την Τζάνις Τζόπλιν, αμφιλεγόμενοι ψυχολόγοι όπως ο Τίμοθι Λίρι, εικαστικοί όπως ο Βίκτορ Μοσκόζο ή μουσικοί σαν τον Τζέρι Γκαρσία. Αγόραζαν βανάκια και τα ζωγράφιζαν σε στυλ λυσεργικό, έστηναν τους Merry Pranksters ή τους Diggers που μοίραζαν διπλώματα συμμετοχής σε εμπειρίες με LSD ή παρείχαν τροφή και νοσηλεία σε απόρους, κυκλοφορούσαν τη «San Francisco Oracle» ή σχεδίαζαν αφίσες με παλλόμενες γραμματοσειρές. Από το Σαν Φρανσίσκο μέχρι το Λονδίνο, το σάουντρακ της περιόδου περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, ένα μπολερό ονόματι «White Rabbit», ένα φολκ κομμάτι με το όνομα της πρωταγωνίστριας πόλης, ντεμπούτο από τους Jimi Hendrix Experience, τους Canned Heat και τους Doors και κατόπιν εμβληματικά άλμπουμ σαν το «Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band» των Μπιτλς.
Τον Ιανουάριο του ’67 ήρθε το πρελούδιο: στο Human Be-In, μια «μεγάλη μάζωξη των φυλών» που έλαβε χώρα στο Golden Gate Park, μαζεύτηκαν περίπου 20.000 ψυχές. Μέσα στο άφθονο ντουμάνι μπορούσες να συναντήσεις τον Αλεν Γκίνσμπεργκ να διευθύνει έναν μαζικό ψαλμό με βάση εκείνο το «ομ», τον Τίμοθι Λίρι να διακηρύττει το μάντρα «turn on, tune in, drop out» (κάτι σαν «ερεθίσου, συντονίσου, παράτα τη σχολή»), τους Grateful Dead να τζαμάρουν αλλά και αρκετούς δημοσιογράφους που προσπαθούσαν να καταλάβουν ή να δαιμονοποιήσουν όσα συνέβαιναν. Το επόμενο ωστόσο μεγάλο φεστιβάλ θα έκανε το Human Be-In να μοιάζει με παιδικό πάρτι: στο Monterey Pop Festival, από τις 16 ώς τις 18 Ιουνίου του 1967, ονόματα όπως οι Who, ο Τζίμι Χέντριξ, οι Jefferson Airplane, οι Canned Heat, η Τζάνις Τζόπλιν ή ο Ραβί Σανκάρ έπαιξαν μπροστά σε 90.000 κόσμο. Στο καλοκαίρι που θα ακολουθούσε, το Σαν Φρανσίσκο θα φιλοξενούσε μέχρι και 100.000 επισκέπτες, αρκετούς για να ανησυχήσουν τις τοπικές Αρχές αλλά και τους ντόπιους που λέγεται ότι βάφτισαν την κοσμοσυρροή «καλοκαίρι της αγάπης», προκειμένου να διασκεδάσουν τις αρνητικές εντυπώσεις. Οι περισσότεροι βέβαια περνούσαν ακόμα καλά. Ο ηθοποιός και ακτιβιστής Πίτερ Κογιότ, που συμμετείχε στον αναρχικό θίασο των Diggers, το συνόψιζε πολύ παραστατικά: «Δύο πράγματα με ενδιέφεραν: να ανατρέψω την κυβέρνηση και να πηδήξω. Και ταίριαζαν άψογα».
ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ. Ο Κογιότ συμμετέχει και στις φετινές εκδηλώσεις στο Σαν Φρανσίσκο για τα πενήντα χρόνια από εκείνο το καλοκαίρι. Συμμετέχει, τρόπος του λέγειν: η φωνή του θα ακούγεται στο GPS μιας ξενάγησης στα «μνημεία» της αντικουλτούρας των χίπις. Από τους υπόλοιπους εορτασμούς, κάποιοι συγκεντρώνουν καλλιτεχνικό και ιστορικό ενδιαφέρον, κάποιοι άλλοι θυμίζουν κονσέρβα. Η έκθεση «Jim Marshall’s 1967», με 80 εικόνες του φωτογράφου που αποτύπωσε όσο λίγοι την εποχή και τους πρωταγωνιστές της, παρουσιάζεται ώς τις 17 Ιουνίου στο δημαρχείο της πόλης. Το φεστιβάλ του Μοντερέι θα πραγματοποιηθεί στις ίδιες ημερομηνίες, με καλλιτέχνες όπως ο Father John Misty, η Νόρα Τζόουνς αλλά και ο Ερικ Μπάρντον. Στις ξεναγήσεις περιλαμβάνεται και μία με «αυθεντικό», πολύχρωμο βανάκι Φολκσβάγκεν ή μια άλλη όπου οι ξεναγοί είναι μεταμφιεσμένοι σαν τον Τζον Λένον. Στο τοπικό Hard Rock Café θα εκτίθεται το τζάκετ του Τζέρι Γκαρσία, χώρια που λίγες μέρες πριν, στις 13 Μαΐου, ημέρα κυκλοφορίας του «San Francisco» του Σκοτ Μακένζι, η United Airlines είχε αριθμήσει τη σχετική πτήση της από το Λος Αντζελες και την αντίστοιχη πύλη του αεροδρομίου με το νούμερο 67. Κατά τα άλλα, στο Μουσείο De Young θα πραγματοποιείται ώς τον Αύγουστο η έκθεση «Summer of Love: Art, Fashion and Rock & Roll»: πάνω από 400 αφίσες, κοστούμια, φωτογραφίες, μπροσούρες, μουσικές ηχογραφήσεις και άλλα καλλιτεχνήματα θα εκτίθενται εδώ.
Το μόνο που δεν θα εκτίθεται μάλλον είναι εκείνο το φέρετρο που τον Οκτώβριο του 1967, όσοι είχαν απομείνει στο Σαν Φρανσίσκο περιέφεραν στις γειτονιές γύρω από τη συμβολή των οδών Haight και Ashbury, ως νεκρώσιμη πομπή-περφόρμανς για τον «θάνατο του χίπη». Μέχρι και κηδειόχαρτο υπήρχε που τόνιζε ότι ο «μακαρίτης» ήταν «γιος των ΜΜΕ» και βεβαίως σηματοδοτούσε το τέλος μιας εποχής. Ηδη, ο ελεύθερος έρωτας είχε χρησιμοποιηθεί σαν πρόσχημα για μπόλικες σεξουαλικές κακοποιήσεις ή για παλιά, καλή, πατριαρχική συμπεριφορά («εκείνοι κάνουν επανάσταση κι εμείς μαγειρεύουμε» παραπονιόταν μια κοπέλα στον μουσικό Τζο ΜακΝτόναλντ) και τα ναρκωτικά είχαν οδηγήσει πάμπολλους στον εθισμό. Τα παιδιά των λουλουδιών έμοιαζαν να χάνουν το παιχνίδι από τον Τσαρλς Μάνσον, από τα έκτροπα στο Αλταμοντ ή ακόμα και από τις (κατά Τόμας Πίντσον) αλλαγές που επέφερε η ανεξέλεγκτη ανάπτυξη ακινήτων στις αμερικανικές πόλεις (και το τέλος της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, στην οικονομία). Σε λίγα χρόνια, τα χαϊμαλιά, τα κουρέματα, τα πλουμιστά βανάκια, οι εδουαρδιανές φορεσιές, μερικά τραγούδια, ακόμα και τα ναρκωτικά του 1967 θα έμοιαζαν κάπως μπανάλ.
ΣΙΛΙΚΟΝ ΒΑΛΕΪ. Σήμερα, στο Σαν Φρανσίσκο τα νοίκια λέγεται πως είναι άπιαστα. Πολλοί κάτοικοι εργάζονται σε μεγάλους τεχνολογικούς κολοσσούς της Σίλικον Βάλεϊ. Η πόλη γιορτάζει με χαρά εκείνο το καλοκαίρι, σαν να υπάρχει όμως μια αντίφαση. «Δεν ξέρω αν το “καλοκαίρι της αγάπης” θα ήταν εφικτό σήμερα» έλεγε πρόσφατα η Κάρολιν Γκαρσία, μέλος των Merry Pranksters και σύζυγος του Τζέρι Γκαρσία. «Είμαστε μια διαφορετική χώρα. Κανείς τότε δεν κόλλαγε μπροστά στην τηλεόραση. Κανείς δεν είχε κινητό τηλέφωνο, εκτός κι αν ήταν μπάτσος. Το θέμα ήταν να δημιουργήσουμε πολιτισμό, παρά να τον παρατηρούμε. Εκείνους τους μήνες έβλεπες στα πάρκα εκατοντάδες ανθρώπους να κάθονται στο γρασίδι και να συζητούν. Αυτό χρειαζόμαστε σήμερα: ανθρώπους που συζητούν». Από τη μεριά της, η Γκρέις Σλικ των Jefferson Airplane ήταν λίγο πιο αισιόδοξη, παρά τις αντιξοότητες: «Πλέον έχουμε έναν πρόεδρο που κάνει τον Ρίτσαρντ Νίξον να μοιάζει με τη Μαίρη Πόπινς» έλεγε στη βρετανική εφημερίδα «Observer». «Είναι σαν να κάνουμε μια πλάκα με το Σύνταγμα. Ισως όμως οι νέοι αρχίσουν να ανασυντάσσονται. Κάθε φορά που οι άνθρωποι διατίθενται να ρισκάρουν για έναν καλύτερο κόσμο, υπάρχει ελπίδα. Πιστεύω ότι το “καλοκαίρι της αγάπης” είναι κάτι σαν φυλαχτό. Η τέχνη είναι μια υπενθύμιση αυτού που θέλουμε να γίνουμε –με αυτόν τον τρόπο αλλάζει τον κόσμο. Ετσι και το “καλοκαίρι της αγάπης”. Είναι ένα φυλαχτό, μια υπενθύμιση των δυνατοτήτων μας και του μέλλοντος που προσπαθούμε να χτίσουμε».