Αν θα ήθελε να αντιληφθεί κανείς σε ποιον βαθμό το αφηγηματικό, σχεδόν σαν ημερολογιακή καταγραφή, βιβλίο της Μαρίας Καραβία «Παράπλευρες απώλειες», με τον χαρακτηριστικό υπότιτλο «Παιδικά χρόνια στην Αθήνα της Κατοχής και του Εμφυλίου», συνιστά έναν αρμονικό συνδυασμό της πεζογραφίας με την ποίηση (έστω κι αν γίνεται ελάχιστη μνεία ονομάτων ποιητών ή στίχων), δεν θα είχε παρά να διαβάσει το έξοχο ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη «Η οικογένεια Στουπάθη». Οπως η ομώνυμη οικογένεια φαίνεται να είχε παίξει έναν ρόλο στην ψυχική διαμόρφωση του δημιουργού των «Χρωμοτραυμάτων», τον ίδιο ακριβώς ρόλο θ’ αναγνώριζε κανείς στη γειτονική, με την οικογένεια της Μαρίας Καραβία, οικογένεια Σπαχή στην Καλλιθέα, που, όταν άρχισε η κατεδάφιση του εγκαταλειμμένου της σπιτιού, βρήκαν ότι είχε ένα κρυφό, δεύτερο υπόγειο και σ’ αυτό είχε απομείνει σκουριασμένος ο πολύγραφος που τύπωνε στην Κατοχή προκηρύξεις.
Με την πρόσθετη μαγεία στο βιβλίο της Μαρίας Καραβία, η άγνωστη οικογένεια Σπαχή να συνιστά έναν κρίκο σε μια στέρεη αλυσίδα, όπως τη συγκροτούν ονόματα που άλλοτε δηλώνουν πολλά και άλλοτε λιγότερα (Ιωάννα Τσάτσου, αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, Αγγελος Σικελιανός, Ελενα Βενιζέλου, ο «πολύς» συνεργάτης του Ωνάση, Ιωάννης Γεωργάκης, ο έλληνας δάσκαλος του Αϊνστάιν, Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή, που η κόρη του υπήρξε σύζυγος του αδελφού του Μ. Καραγάτση και προέδρου της Βουλής επί Κωνσταντίνου Καραμανλή, Κωνσταντίνου Ροδόπουλου, Λάζαρος Πηνιάτογλου).
«Θυμήθηκα»
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το βιβλίο τής Καραβία ξεκινάει με τη λέξη «θυμήθηκα». «Θυμήθηκα την κούκλα που έδωσα στο ΕΙΡ κάποτε που συγκέντρωναν παιχνίδια για τα “παιδιά που δεν είχανε παιχνίδια”». Στήνει αμέσως με την πρόταση αυτή ένα σκηνικό που μπορεί να περιλάβει μέσα του το καθετί, είτε πρόκειται για τον ζωγράφο Γιάννη Μόραλη που το 1932, σε ηλικία 16 χρόνων, είχε σχεδιάσει τα κοστούμια για το έργο «Μικρός Λόρδος» που είχε ανεβάσει το Παιδικό Θέατρο της Αντιγόνης Μεταξά, είτε αναφέρεται στους βοσκούς που κατέβαιναν με τα κοπάδια τους, προς το τέλος της Κατοχής, από τον Υμηττό, έχοντας συχνά ανάμεσά τους άγγλους κομάντος. Μ’ έναν τρόπο μάλιστα που θα λογάριαζες ως συνδετικό κρίκο ανάμεσα στα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους αυτά περιστατικά, που δεν είναι παρά πρόσωπα όπως ο θείος της συγγραφέως, ο Θόδωρος Θαλασσινός, καθηγητής σε κάποιο γυμνάσιο, που έφυγε ξαφνικά για την Αμερική, έγινε καθηγητής στο Columbia, έκανε οικογένεια, χειροτονήθηκε ιερέας, πρωθιερέας στον Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Σικάγο, και την αμερικανίδα σύζυγό του, την παπαδιά, μια πανέμορφη κοπέλα, που όταν τη γνώρισε ο Στράτης Μυριβήλης αναφώνησε έκθαμβος: «Πρεσβυτέρα είσαι εσύ, κοπέλα μου, ή νεωτέρα;!».
Με τα πραγματικά ωστόσο αυτά στοιχεία να δίνουν στον Θόδωρο Θαλασσινό μια μυθιστορηματική καταβολή, που είναι άλλωστε βασικό στοιχείο της αφηγηματικής τέχνης της Καραβία. Καθώς λεπτομέρειες που έχουν έναν καθαρά πληροφοριακό χαρακτήρα, κατορθώνει να τις μεταβάλλει σε προϋποθέσεις μιας σύνθεσης που απηχεί μεγάλες πεζογραφικές στιγμές. Οταν, λόγου χάρη, γράφει για τη γιαγιά της πως τη θάψανε σ’ ένα κηπάκι στην Καλλιθέα ή για τη μαμά της στον κήπο της Ριζαρείου Σχολής, στη Βασιλίσσης Σοφίας, γιατί δεν υπήρχε πρόσβαση, μέσα στην Κατοχή, στα νεκροταφεία, ή για τις αδέσποτες σφαίρες που είχαν σκοτώσει περισσότερους αμάχους σε σχέση με όσους είχανε καθαρίσει οι βομβαρδισμοί και οι εκτελέσεις.
Γραμμένες οι «Παράπλευρες απώλειες» με την προοπτική ενός βάθους καθόλου δυσκολονόητου ή απρόσιτου, δεν περιορίζονται, όσο και αν πλεονάζουν, σε ονόματα και περιστατικά. Με μια αδιόρατη λεκτική λαθροχειρία που συντελείται κάτω από τις γραμμές, άνθρωποι, τόποι και κοινωνικές συνθήκες, σαν να εξαχνούνται και όσο βασανιστική είναι η ανάμνησή τους, το ίδιο τούς αισθάνεσαι να μεταβάλλονται σ’ ένα κατακάθι μιας μεταφυσικής σχεδόν προοπτικής. Σαν ό,τι έγινε να είχε έναν λόγο να συμβεί, έστω κι αν υπήρξε μια οδυνηρή ή καταστρεπτική εμπειρία για όσους το έζησαν. Δεν είναι άμοιρη γι’ αυτή την παραδοχή η ικανότητα της συγγραφέως να παρατηρεί με μια αντιδραματικότητα ό,τι θα μπορούσε ν’ απειλήσει ακόμη και την ίδια, μια στάση τελικά που κάνει αδιαμφισβήτητες –ακόμη και στα αισθηματικά τους σημεία –τις «Παράπλευρες απώλειες». Ακριβώς γιατί δεν υπάρχει καμιά πρόθεση να κερδοσκοπήσει ή να εμπορευτεί τις αναμνήσεις της –πράγμα που αν γινόταν, το βιβλίο αντί για εννιά τυπογραφικά θα μπορούσε να φτάσει τις 300 σελίδες –η Καραβία δεν φοβάται να πει τα πράγματα με το όνομά τους κι όπως η εκτρωματική σημερινή Αθήνα αντιπαραβάλλεται με μια τοπιογραφία της που μόνο σπουδαίοι ξένοι περιηγητές μας την έχουν δώσει τόσο ανάγλυφα, μια φιλοβασιλική διάθεση πιστώνεται σε μια ιστορική πραγματικότητα παρά σε μια πολιτική επιλογή.
Το γεγονός ότι το βιβλίο της Καραβία συνιστά περισσότερο από μια σύνθεση, μια αλχημεία (όπως διατεινόταν η Καίη Τσιτσέλη ότι ήταν «Το τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή) το πιστοποιούν κυρίως κάποιες ορατές βέβαια «συνοικήσεις», καταγραμμένες όμως μ’ έναν τρόπο σαν να μην τρέχει τίποτε ξεχωριστό. Οπως λόγου χάρη το ψυχομάχημα της γιαγιάς της τα Χριστούγεννα του ’44, με τη γνωριμία της λίγο αργότερα με τον Αντώνη Μπενάκη (τον δημιουργό του ομώνυμου μουσείου), ή τον γάλλο μαυραγορίτη Νοέλ Βισινό με τον κύριο Λολοσίδη, φίλο του πατέρα της από τη Μυτιλήνη, εμπόρου σιδηρικών, πατέρα του αγαπητού αργότερα στην ίδια ζωγράφου Γιώργου Λολοσίδη. Τελικά Μπενάκης, Βισινό, Λολοσίδης, τόσοι άλλοι, σαν να σχηματίζουν ένα δίχτυ ασφαλείας, που δεν είναι τόσο για να κρατήσει μόνο τους ίδιους ζωντανούς όσο για να παραμένει αμείωτος μέσα στον χρόνο ένας «ανήκουστος» ήχος. Ο ήχος που έκανε το χέρι ενός παιδιού ενώ το έσπαζε σαν κλαρί πάνω στο γόνατό του ένας γερμανός στρατιώτης, γιατί το παιδί είχε κλέψει μια κουραμάνα από στρατιωτικό αυτοκίνητο.
Δεκεμβριανά
Τελικά όσο καλά κι αν κρατούν το μυστικό τους οι «Παράπλευρες απώλειες», ώστε μυθικά να ακούγονται τα ονόματα της Κυβέλης, του συζύγου της Γεωργίου Παπανδρέου και του Δημήτρη Χορν, αλλά και μυθικό επίσης να εισπράττεται το όνομα μιας οικιακής βοηθού, της Ρήνας, υπάρχει μια παράγραφος μέσα στο βιβλίο που μοιάζει να αποκαλύπτει το μυστικό αυτό: «Σ’ αυτές τις μάχες (σ.σ. τα Δεκεμβριανά) ήταν που έχασε την κορυφή του και ο περίφημος ανεμόμυλος του Μετς, ένα στιβαρό πέτρινο κτίσμα, κατάλοιπο της προβιομηχανικής εποχής, που φωτογραφήθηκε πρώτη φορά από τον Αμερικανό φωτογράφο Τζέημς Στίλμαν το 1865. “Αυτό τον μύλο εγώ τον θυμάμαι με ανοιγμένα όλα του τα φτερά” μου είχε πει κάποτε η Μαρίκα Βελουδίου, η πρώτη Ελληνίδα ξεναγός. “Τον βλέπαμε όταν παίζαμε στο Ζάππειο με τον αδελφό μου τον Θάνο και τον εγγονό του Σλήμαν, τον γιο της Ανδρομάχης” –συνωστισμός αιώνων με δύο τρία ονόματα σε μια φράση!».

Μαρία Καραβία

«Παράπλευρες απώλειες»

Παιδικά χρόνια στην Αθήνατης Κατοχής και του Εμφυλίου

Εκδ. Καπόν 2017, σελ. 144

Τιμή: 14 ευρώ