Στο ύστατο αριστούργημά του «Προμηθέας δεσμώτης» (το μόνο διασωθέν δράμα από την τετραλογία του «Προμήθεια») ο Αισχύλος στον πρόλογο του έργου εκκινεί με μια τετράδα προσώπων εκ των οποίων τα δύο σιωπούν: Βρισκόμαστε στα πρανή του όρους Καύκασος, στα «όρια του κόσμου». Στις ρίζες του βουνού απλώνεται η θάλασσα. Εισέρχονται στη σκηνή του αρχαίου θεάτρου, οδεύοντας προς το όρος, ο ημίθεος Προμηθεύς, δέσμιος, το Κράτος (η Ισχύς), απεσταλμένος εκπρόσωπος και εκτελεστικό όργανο του Διός, που ως κυρίαρχος θεός κυβερνά από τον Ολυμπο το σύμπαν, ο Ηφαιστος, ο θεός που διαχειρίζεται το πυρ, ως θεμελιώδες εργαλείο παραγωγής, και το τρομερό προσωπείο της Βίας. Η λιτανεία αυτή, οργανωμένη και διατεταγμένη από τον Δία, είναι το τελετουργικό μιας καταδίκης ενός επιόρκου, αποστάτη και επαναστάτη ομοτράπεζου της εξουσίας. Ο Προμηθεύς έχει κλέψει το δημιουργικό πυρ, το ζωοποιόν, κυρίαρχο στοιχείο κύρους του Διός. Κατά τη διάρκεια της εξέλιξης της τραγωδίας ακούμε από το στόμα του τολμητία ημίθεου πως το θεϊκό αυτό εργαλείο αποκλειστικού κύρους του προέδρου της κυβέρνησης του Ολύμπου καθιστά τον κάτοχό του διαχειριστή μιας δύναμης πολυεπίπεδης και ατέρμονης: τον οπλίζει με γνώσεις που με τα σημερινά μας δεδομένα θα τις χαρακτηρίζαμε τον πυρήνα του τεχνικού, πνευματικού, ηθικού, οικονομικού πολιτισμού.
Το δημιουργικό πυρ (όχι η φωτίτσα του τζακιού) είναι ό,τι θα χαρακτηρίζαμε σήμερα ενέργεια (ας μη μας διαφεύγει πως αυτό το πυρ μάς οδηγεί απευθείας στην πυρηνική ενέργεια). Ετσι η κλοπή του ζωοποιού πυρός χάρισε μέσω του αποστάτη ημίθεου στην ανθρωπότητα τη γλώσσα, το αλφάβητο, τους αριθμούς, την οικοδομική τέχνη, την καλλιέργεια της γης, τη γνώση των υπόγειων, υποθαλάσσιων, αέριων όντων και φαινομένων, την κατασκευή όπλων και μέσων μεταφοράς, την τιθάσευση των άγριων ζώων ώστε να υπηρετούν τον άνθρωπο, τη θρησκεία, τα συναλλακτικά ήθη και το εμπόριο, τη μουσική και όλες τις τέχνες, θυγατέρες των Μουσών.
Ας γυρίσουμε όμως σε εκείνη την προλογική αισχύλεια κουστωδία. Ο δεσμώτης αποστάτης τιμωρείται από μια τριανδρία εντεταλμένων υπηρετών του Διός. Το Κράτος εκτελεί κατά γράμμα τις εντολές, σαν μια πειθήνια Βουλή που μονοκούκι, χωρίς αντίρρηση, χωρίς ενστάσεις, χωρίς «αστερίσκους», εφαρμόζει τη βούληση του κυβερνήτη του Ολύμπου.
αντίδραση και ανάλογη τιμωρία εκ μέρους του αφέντη – θεού τον υποχρεώνει να υποκύψει και να υπηρετήσει το σχέδιο, όπου ο ρόλος του είναι ο εκτελεστικός παράγοντας.
Ετσι το Κράτος, αφού απαγγέλλει ως βασιλικός επίτροπος (έτσι ονομαζόταν η κατηγορούσα Αρχή στα στρατοδικεία) την κατηγορία, αναθέτει στον Ηφαιστο – εκτελεστικό ειδικό να βρει τους προσφορότερους τρόπους ώστε ο κατάδικος να καθηλωθεί, να ακινητοποιηθεί στον βράχο του Καυκάσου με μια ισόβια τιμωρία.
Και ο Ηφαιστος, έχοντας χαλκεύσει τρομερά δεσμά, αλυσίδες, ζεύγλες, καρφιά, σφήνες, «σταυρώνει» τον «Προδότη» με το ατσάλινο σφυρί του και τις τανάλιες του.
Οσος χρόνος χρειάζεται για να περατωθεί αυτή η τιμωρία, το τέταρτο μέλος της κουστωδίας παρευρίσκεται, παρακολουθεί, εποπτεύει και βωβό απειλεί, σε περίπτωση που θα διαπιστώσει κάποια προσπάθεια χαλάρωσης, αμηχανίας, αβελτηρίας, δισταγμού ή επιείκειας. Το βωβό, μουγκό, άτεγκτο, τρομακτικό αποτρόπαιο προσωπείο είναι η Βία.
Αυτός ο πρώτος ποιητής του θεάτρου της ιστορίας της ανθρωπότητας μας ειδοποιεί με τρόπο συνταρακτικό από τα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα για την ύπαρξη και τον ρόλο αυτής της εκτρωματικής παρουσίας.
Η Βία, βωβή, σχεδόν απρόσωπη, παρίσταται κάθε φορά και ελέγχει, τρομοκρατεί, εξομολογεί, συχνά κατευθύνει, απειλεί και τιμωρεί κάθε πράξη, κάθε παρεκτροπή της εκτελεστικής και της ειδικευμένης εξουσίας από το να εφαρμόσουν τις απάνθρωπες εντολές μιας εξουσίας που νιώθει ότι κινδυνεύει να χάσει τον θρόνο της.
Οπως αντιλαμβάνεστε, ο Αισχύλος ανέβασε στη σκηνή (πιθανόν στη Σικελία) πρώτος αυτός αυτό που σήμερα έχει γίνει σχεδόν καθημερινή τρομοκρατούσα εκλαΐκευση της Βίας του. Το μπούλινγκ. Αυτό που σήμερα το συναντάμε στις αυλές των σχολείων, στα γήπεδα, στις αίθουσες συναθροίσεων, στις συναυλίες, στα πάρτι, στις στάσεις των λεωφορείων, ακόμη στα σαλόνια, στις ουρές στα πολυκαταστήματα, στις κρεβατοκάμαρες των συζύγων, στα πορνεία, στα πάρκινγκ, αλλά και στις συνεδριάσεις των Κοινοβουλίων –αφήνω, ως πανάρχαια, τα γραφεία των δημόσιων υπηρεσιών, τα αστυνομικά τμήματα και τα αμφιθέατρα πανεπιστημίων, εκλεκτορικά τμήματα, κλινικές, σωματεία, συντεχνίες (σκαφτιάδων έως καλλιτεχνών).
Παντού η Βία είναι σιωπηλή κι όταν χρειαστεί να ομιλήσει κραυγάζει, γαβγίζει, υλακτεί, λακτίζει, χειροδικεί και όχι σπάνια μαχαιρώνει, συκοφαντεί. Και όπως θα έλεγε ο Εγγονόπουλος, η Βία δεν ζηλεύει απλώς, ζουλεύει. Πάντα καθηλώνεται ένας ευεργέτης, ένας καινοτόμος, ένας πρωτοπόρος, ένας ξεχωριστός, είτε ο Προμηθεύς είτε ο Χριστός είτε ο Λίνκολν, ο Καποδίστριας, ο Λούθερ Κινγκ, ο Λαμπράκης, ο Πάλμε, ο Δραγούμης, ο Βενιζέλος, ο Γκάντι. Ο Βαραββάς πάντα τη γλιτώνει.
Γι’ αυτό αναφέρθηκα στη ζούλια. Ο Καζαντζάκης, που τόσο κυνηγήθηκε από την ημιαγράμματη ελληνική αταλαντοσύνη, έγραψε το χαρακτηριστικό: «Κεφάλι ξεχωρίζει στον ορίζοντα. Κόψτε το»!
Η Βία της ζούλιας βρίσκεται παντού. Υπονομεύει, συνωμοτεί, διαστρέφει, δηλητηριάζει.
Πενήντα χρόνια δάσκαλος, σε όλες τις βαθμίδες και τις ειδικότητες του φάσματος γνώσεων που καλλιεργώ, έχω συναντήσει «δασκάλους» που μισούν τα ταλαντούχα παιδιά, που ευνουχίζουν την όρεξη για γνώση, που συκοφαντούν τα πολιτισμικά μεγέθη – πρότυπα ζωής και συχνότατα προσπαθούν να υπονομεύσουν το έργο των άξιων δασκάλων σπέρνοντας ζιζάνια και υπαινιγμούς.
Η Βία ζουλεύει τη δημιουργικότητα και γι’ αυτό λυσσάει, δαγκώνει, υβρίζει, δολοπλοκεί. Πάντα μουγκή, βωβή, υποδόρια, σκάβοντας λάκκους στο ίσιωμα και καμουφλάροντάς τους με λουλουδάκια. Ο μεγαλοφυής Αισχύλος δημιούργησε το μοντέλο που συνεχώς επαναλαμβάνεται. Σε κάθε ανθρώπινη δημιουργική προσφορά το Κράτος, η έννομη τάξη και οι τεχνοκράτες, διαχειριστές των εργαλείων, των μεθόδων, των υλικών εργάζονται κάτω από ένα πυκνό σύννεφο απειλητικής καταιγίδας πίσω από το οποίο καραδοκεί η απέχθεια για κάθε πρωτότυπο, επιτυχημένο, νέο, αυθεντικό.
Η Βία είναι ένα ατάλαντο οντάριο, κομπλεξικό, ανίκανο, στείρο, αστοιχείωτο, μίζερο και μισερό.