Eλληνες στρατιώτες στον τουρκικό στρατό. Μια φωτογραφία, μια εικόνα, που είναι σίγουρα ένα άβολο θέαμα. Που ξυπνάει δυσάρεστες μνήμες, όχι μόνο για τους Ιμβριους –διότι οι στρατιώτες αυτοί είναι Ιμβριοι –αλλά για κάθε Ελληνα. Μια εικόνα που θυμίζει στρατιωτικές ήττες, λάθη της εξωτερικής πολιτικής που προηγήθηκαν, αλλά και τις επιπτώσεις των λαθών αυτών ακόμα και σήμερα. Μια εικόνα που δεν χρειάζεται, φυσικά, να είσαι εθνικιστής για να αισθανθείς μια σύσπαση. Είναι το συναισθηματικό βάρος της Ιστορίας.
Ας κάνουμε μια σύντομη αναδρομή.
Ο Οκτώβριος του 1912 βρήκε τους κατοίκους της Ιμβρου να πανηγυρίζουν για την άφιξη του ελληνικού στόλου. Από τους περίπου 8.500 κατοίκους, σχεδόν το 100% ήταν Ελληνες, σε ένα νησί στο οποίο η παρουσία του ελληνικού στοιχείου έχει πολλούς αιώνες ιστορίας, πολύ πριν και από την αθηναϊκή αποικία στις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα. Οπως ήταν φυσικό λοιπόν, ύστερα από χρόνια οθωμανικής παρουσίας ο ενθουσιασμός για την απελευθέρωση ήταν μεγάλος. Ο κόσμος στους δρόμους, γαλανόλευκες σημαίες ανέμιζαν, συνθήματα υπέρ της Ενώσεως ηχούσαν παντού. Εχει ενδιαφέρον, επίσης, να σημειωθεί, ότι ο πρώτος στρατιωτικός διοικητής του νησιού ήταν ο Παντελής Χορν, πατέρας των Δημήτρη και Γιάννη Χορν και ένας από τους πιο σημαντικούς έλληνες θεατρικούς συγγραφείς του 20ού αιώνα.
Με τη Συνθήκη των Σεβρών που υπεγράφη τον Αύγουστο του 1920, η Ιμβρος πέρασε μαζί με την Τένεδο στην κυριαρχία της Ελλάδας, νομιμοποιώντας ουσιαστικά το καθεστώς που είχε διαμορφωθεί από την παρουσία του ελληνικού στρατού στα δύο νησιά. Τα νέα δεδομένα, όμως, έμελλε να διαρκέσουν πολύ λίγο. Διότι ακολούθησε η Μικρασιατική Καταστροφή και ως επακόλουθό της η Συνθήκη της Λωζάννης ήρθε για να τα παραχωρήσει την Ιμβρο και την Τένεδο στην Τουρκία.
Είναι αδύνατο για κάποιον σήμερα να συλλάβει το μέγεθος της τραγωδίας που έζησαν οι κάτοικοι της Ιμβρου εκείνα τα χρόνια. Δύο χρόνια αφότου έγιναν κάτοικοι του ελληνικού κράτους, η ζωή τους ανατράπηκε ολοκληρωτικά, καθώς ο τόπος τους πέρασε στα χέρια μιας χώρας με την οποία η πατρίδα τους βρισκόταν σε πόλεμο λίγους μήνες πριν. Κλήθηκαν, λοιπόν, να επιλέξουν μεταξύ του να γίνουν πρόσφυγες και του να παραμείνουν στο νησί τους, γνωρίζοντας ότι πλέον θα αντιμετωπίζονται ως εχθροί στην ίδια τους τη γη.
Στο βιβλίο του Νίκου Σηφουνάκη «Ιμβρος – Τένεδος», το οποίο διάβασα πρόσφατα, αποτυπώνεται ανάγλυφα μέσω επιστολών, τηλεγραφημάτων και προσωπικών μαρτυριών η αγωνία των κατοίκων των δύο νησιών εκείνες τις δύσκολες στιγμές. Ερχόμενος κανείς σε επαφή με αυτό το υλικό, δεν μπορεί παρά να νιώσει βαθύτατο θαυμασμό για τους ανθρώπους αυτούς, οι οποίοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με την ολοκληρωτική ανατροπή της πραγματικότητάς τους.
Δυστυχώς, οι φόβοι όσων πίστευαν ότι οι συνθήκες για τους Ελληνες θα είναι αφόρητες με το νέο καθεστώς δικαιώθηκαν. Η Τουρκία παραβίασε με πολλούς τρόπους τη Συνθήκη, καταπατώντας συστηματικά τα δικαιώματα των Ελλήνων και εξωθώντας τους στην αποχώρηση. Και αυτού του είδους η αντιμετώπιση συνεχίστηκε, δυστυχώς, επί δεκαετίες. Θυμάμαι ενδεικτικά, πως, ως ευρωβουλευτής είχα υποβάλει σχετική ερώτηση το 2003 εκμεταλλευόμενος και την ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας που τότε ήταν ακόμα ζωντανή. Με την ερώτηση αυτή ζητούσα να παρέμβει η Κομισιόν όταν η τουρκική κυβέρνηση με απόφασή της τότε στέρησε από τους Ελληνες τις περιουσίες τους μέσω του τουρκικού κτηματολογίου. Αυτή η μεθόδευση, σε συνδυασμό με την αφαίρεση του δικαιώματος διεκδίκησης περιουσιών που αυθαίρετα παραχωρήθηκαν στους Τούρκους χωρίς απαλλοτρίωση, αποτέλεσε ξεκάθαρη παράβαση της αρχής της ισονομίας.
Ανατρέχοντας, λοιπόν, στο παρελθόν, μπορεί κανείς να τοποθετήσει τη φωτογραφία αυτή στο ιστορικό της πλαίσιο και να αποκτήσει συναίσθηση του συναισθηματικού βάρους που αυτή συμπυκνώνει. Νέοι Ελληνες που αποκόπηκαν βίαια από την κληρονομιά των προγόνων τους και αναγκάστηκαν να πραγματοποιήσουν τη θητεία τους στον στρατό της χώρας που είχε φερθεί στους ομοεθνείς τους με τόσο σκληρό τρόπο όταν ανέλαβε την εξουσία στον τόπο τους.
Φυσικά, δεν μπορεί κανείς παρά να παραβλέψει τα μεγάλα λάθη που δρομολόγησαν αυτές τις εξελίξεις. Και αναφέρομαι στους άστοχους χειρισμούς σε πολιτικό επίπεδο. Διότι η πολιτική του Βενιζέλου ανατράπηκε από μια κυβέρνηση η οποία μπόρεσε μεν να συντονιστεί με την κούραση των πολιτών από τους συνεχείς πολέμους, όμως δεν μπόρεσε να συντονιστεί με τις ανάγκες της στιγμής και με τα νέα διεθνή δεδομένα που διαμορφώνονταν εκείνη την εποχή. Και αποτέλεσμα αυτής της αδυναμίας ήταν να οδηγηθούν τόσοι Ελληνες σε ξεριζωμό από τα σπίτια τους και την ιδιαίτερη πατρίδα τους.
Οσο κι αν μας στεναχωρεί όμως αυτή η μαύρη σελίδα στην ελληνική Ιστορία μάς θυμίζει παράλληλα πόσο σημαντικό είναι να μένουμε ενωμένοι στην υπεράσπιση του εθνικού συμφέροντος. Επιπλέον, υπογραμμίζει πόσο σημαντικό είναι να έχουμε καλή αντίληψη του διεθνούς περιβάλλοντος και να καταβάλλουμε κάθε προσπάθεια ώστε η χώρα μας να είναι ισχυρή στο διεθνές στερέωμα έτσι ώστε να είναι σε θέση να διεκδικεί αποφασιστικά αυτά που αξίζει και να εξασφαλίσουμε πως ο Ελληνισμός, όπου κι αν βρίσκεται, θα είναι προστατευμένος.
Πριν ενάμιση χρόνο όλη η Ελλάδα είδε συγκινημένη να ανοίγει ύστερα από 50 χρόνια το ελληνικό σχολείο στην Ιμβρο. Ενα αποτέλεσμα εντατικών προσπαθειών από διπλωματικούς κύκλους, από την Εκκλησία, αλλά και από ομογενειακούς και πολιτικούς φορείς στην Ελλάδα και την Τουρκία. Αρκετοί Ιμβριοι, μάλιστα, έχουν επιστρέψει τα τελευταία χρόνια στην ιδιαίτερη πατρίδα τους και προσπαθούν με σκληρή δουλειά να χτίσουν ένα μέλλον πάνω στα ερείπια. Το πείσμα και επιμονή τους αξίζουν τον θαυμασμό αλλά και την υποστήριξή μας. Οι πληγές του παρελθόντος, φυσικά, δεν σβήνουν όσα χρόνια κι αν περάσουν. Ομως οι χαρούμενες φωνές μικρών παιδιών στα άλλοτε ερειπωμένα σοκάκια αποτελούν τη μεγαλύτερη πηγή αισιοδοξίας για το μέλλον. Να χτυπήσουμε ξύλο να μην ανατραπεί αυτή η ευχάριστη εξέλιξη.