Ο Λένιν στις περισσότερες φωτογραφίες του εμφανίζεται με γραβάτα. Το ίδιο κι ο Τρότσκι. Ισως γιατί δεν ήξεραν πως η γραβάτα είναι αστικό, αντιδραστικό αξεσουάρ και πως φορώντας την καθυστερούσαν την έλευση του σοσιαλισμού. Και μάλλον γι’ αυτό εν τέλει απέτυχε ο μαρξισμός, επειδή ο Βλαδίμηρος αντί να φοράει σκέτο αστικό πουκάμισο, έβαζε και λαιμοδέτη. Απ’ την άλλη αποκλείεται να μην ήξερε ο πολυδαής Λένιν πως η λέξη γραβάτα βγαίνει απ’ το Hrvat, που σημαίνει Κροάτης –οι Κροάτες που υπηρετούσαν στον γαλλικό στρατό ως μισθοφόροι, φορούσαν μια λωρίδα υφάσματος στον λαιμό, που είναι ο πρόγονος του σημερινού λαιμοσφίχτη. Cravate στα γαλλικά απ’ το Hrvat.
Κάποιοι στα ελληνικά τη λεν «καπίστρι» διότι φοριέται απαραιτήτως απ’ τον άνδρα στην τελετή του γάμου του. Αλλά και αυτό εξαρτάται απ’ το αν ένας άντρας είναι στο μυαλό του πιο επαναστάτης απ’ τον Λένιν και δεν φοράει γραβάτα ούτε την ημέρα του απαγχονισμού του στην εκκλησιά (ή στο δημαρχείο) φοβούμενος ότι έτσι θα μειωθεί η συμβολή του στον πόλεμο κατά του ιμπεριαλισμού και θα καθυστερήσει η επανάσταση. Απ’ τη μη-γραβάτα του εξαρτάται η παγκόσμια εξέγερση.
Τώρα γιατί ο ιμπεριαλισμός έχει κάνει μόδα τα τελευταία χρόνια τα σκισμένα τζιν των οικοδόμων και των προλεταρίων, υπάρχει απάντηση: για να αποπροσανατολίσει ταξικά τον λαό, που δεν ξέρει μεταξύ μιας γραβάτας που φοράει ένας εργάτης και ενός διάτρητου τζιν που φοράει ο γιος ενός βιομηχάνου τι να διαλέξει. Παθαίνει ταξική σύγχυση, το φαντασιακό του μπαίνει σε περιδίνηση κι έτσι συνεχίζει να θριαμβεύει ο φιλελευθερισμός. Πρόκειται για ενδυματολογική προβοκάτσια.
Αλλοι θεωρούν πως δεν μετράει τόσο η γραβάτα καθεαυτή, αλλά ο τρόπος που τη φοράει κανείς, που τη δένει, ή το χρώμα της –ο Καβάφης γράφει για έναν νεαρό που του άρεσε:
«… με κάτι καλλιτεχνικό στο ντύσιμό του
τίποτε χρώμα της κραβάτας, σχήμα του κολλάρου…»
Εξάλλου ένα σωρό πολιτευτές, όταν βγάζουνε προεκλογικά φυλλάδια, φωτογραφίζονται εν κινήσει, να περπατούν με ανοιχτό, αποφασιστικό διασκελισμό και με τη γραβάτα να πετάει ατημέλητα στην πλάτη, για να δείξουνε πόσο αντικομφορμιστές είναι, πόσο ανέμελοι και πόσο βαθιά αγαπούν τον απλό λαό –μέχρι πάθους. Αλλοι, όπως παλιότερα ο Τρίτσης και μετά ο Ψωμιάδης, εμφανίζονταν να κρατούν χαλαρά το σακάκι, πεταμένο κατά το ήμισυ στην πλάτη και τη γραβάτα να ανεμίζει. Και βεβαίως με σηκωμένα τα μανίκια του πουκαμίσου, για να δείξουν ότι είναι έτοιμοι για σκληρή δουλειά υπέρ του λαού. (Πάντα).
Το περίεργο είναι πως οι ηγέτες της Γαλλικής Επανάστασης, ειδικά εκείνοι που προχώρησαν στην Τρομοκρατία όπως ο Ροβεσπιέρος, δεν θέλησαν ποτέ να ντυθούν σαν τους sans culotte, αλλά επέμεναν να φορούν μεταξωτά πουκάμισα με φαρμπαλάδες και μαρουλάτα μανίκια, λευκές περούκες, βελούδινα παπούτσια με φιόγκους, πανάκριβα χρυσοκέντητα πανωφόρια και ρεντικότες, άσπρα καλσόν και να παρφουμαρίζονται δεόντως όταν διέταζαν και μετά πήγαιναν να παραστούν σε καμιά πενηνταριά αποκεφαλισμούς με γκιλοτίνα. Σε όλες τις παραδομένες εικόνες του Ροβεσπιέρου, του Σαιν Ζυστ, του Μαρά και του Νταντόν, τους βλέπουμε να είναι ντυμένοι σαν σούπερ βασιλόφρονες μπουρζουάδες. Που σημαίνει ότι αυτό δεν άλλαζε καθόλου ούτε την επαναστατική τους εικόνα, ούτε τη δίψα τους για αίμα αντιπάλων –λέγεται πως μόνο ο Ροβεσπιέρος, που φορούσε πολύ ακριβά φαρδιά πουκάμισα, μόνο όταν πήγαν και τον ίδιο για αποκεφαλισμό φόρεσε ένα με λαιμόκοψη.
Και είναι λογικό: η Κοκό Σανέλ δήλωνε πως μια γυναίκα χωρίς άρωμα είναι μια γυναίκα χωρίς μέλλον. Προφανώς κι ένας άντρας και μάλιστα Γάλλος εκείνης της κομψής εποχής του ροκοκό και του Φραγκονάρ, όσο κι αν είχε λυσσασμένη καρδιά κι αγωνιζόταν υπέρ του people, δεν μπορούσε παρά να τηρήσει το ενδυματολογικό στυλ του και τον δέοντα σνομπισμό. Πως το διατύπωσε ο Μπορίς Βιάν: Είμαι σνομπ. Δεν μου αρέσει αυτό, αλλά είμαι σνομπ. Δεν ήταν σαν τον βασιλέα Δημήτριο τον Πολιορκητή που καθώς λέει ο Πλούταρχος και ο Καβάφης «μόλις τον παραίτησαν οι Μακεδόνες κι απέδειξαν πως προτιμούν τον Πύρρο» για να γλιτώσει έβγαλε τα βασιλικά ρούχα και ντύθηκε απλά για να ξεφύγει: «Ωσπερ ου βασιλεύς αλλ’ υποκριτής, μεταμφιέννυται χλαμύδαν φαιάν αντί της τραγικής εκείνης και διαλαθών υπεχώρησεν». Τα ρούχα παίζουν πάντα ρόλο στην πολιτική, είναι διάσημα ισχύος αλλά και αναπόφευκτης δεοντολογίας και σεβασμού στον ρόλο σου –δεν μπορείς να μπεις στη Βουλή με βερμούδα και σαγιονάρες, αν και λίγο απέχουμε απ’ το να δούμε και αυτό το προοδευτικό θέαμα, αφού ήδη έχουμε θαυμάσει στον ναό της δημοκρατίας τα λαχουρέ πουκάμισα του Γιάνη.
Και η γραβάτα, η οποία εδώ και καιρό έχει υπονομευθεί συνδυαζόμενη με γιάπικο μπλουτζίν παντελόνι και μισο-αθλητικά παπούτσια, δεν αποτελεί πλέον κάποιο αστικό σύμβολο, αλλά μάλλον είναι αξεσουάρ της πολιτικής φόρμας αγγαρείας που αποτελεί το κοστούμι. Δείχνει κάποιον εναπομείναντα σεβασμό στο αξίωμα και στο πρόσωπο του συνομιλητή, ή του αντιπάλου –και είναι υποκριτικό και μάλλον φτηνό να υπακούεις σε όλους τους βαρείς, ουσιώδεις όρους και τις δουλείες του πολιτικού παιχνιδιού και να παριστάνεις τον εξεγερμένο μόνο στο πεδίο της μη-γραβάτας, στάση, εξάλλου, που όταν επαναλαμβάνεται δημιουργεί έναν νέο, αναποδογυρισμένο κομφορμισμό.
Βέβαια υπήρχαν (και υπάρχουν) και εκείνες οι μάλλινες, πλεχτές γραβάτες, κομμένες στην άκρη, χωρίς αιχμή, που φορούσαν παλιότερα μερικοί διανοούμενοι σε συνδυασμό με κοτλέ κοστούμια, τσαντάκι πέτσινο, κρεμαστό στον ώμο και μιλούσαν με πανεπιστημιακή φωνή που είχε κάτι από τη χροιά της φωνής του αείμνηστου Λεωνίδα Κύρκου –ευτυχώς αυτή η μόδα, που δεν άρεσε ιδιαίτερα και στις γυναίκες, έχει πλέον παρέλθει.
Αλλά, δες, τώρα, γιατί τρωγόμαστε. Οπως έγραψε κι ο Σεφέρης, «για ένα πουκάμισο αδειανό, για μια γραβάτα».