«Είναι ο καπιταλισμός, ηλίθιε!», αναφώνησε συνάδελφος λίγο μετά την ανακοίνωση του αποτελέσματος του πλειοδοτικού διαγωνισμού για τον ΔΟΛ, σπεύδοντας να διευκρινίσει, αν και δεν ήταν απαραίτητο, ότι δεν μιλούσε επί προσωπικού. Χρησιμοποιούσε δηλαδή μια παράφραση της γνωστής ατάκας του Τζέιμς Κάρβιλ για να επισημάνει ότι οι κανόνες του καπιταλισμού είναι στεγνοί, δεν έχουν θέση για ιστορία και συναισθήματα, το μόνο που μετράει είναι τα λεφτά. Οποιος έχει τα περισσότερα κερδίζει. Και μάλιστα δεν κερδίζει άπαξ, αλλά σε διάρκεια. Τα λεφτά στον καπιταλισμό αβγατίζουν.
Στη δική μας περιπέτεια, τα πράγματα δεν έγιναν ακριβώς έτσι. Πρώτον, επειδή ο καπιταλισμός προϋποθέτει μια ελεύθερη αγορά και η ελληνική αγορά δεν ήταν ποτέ ελεύθερη. Δεύτερον, επειδή στα κράτη δικαίου οι εξουσίες είναι διακριτές, ενώ στη χώρα αυτή η πολιτική και η δικαστική εξουσία συλλαμβάνονται συχνά σε σφιχτό εναγκαλισμό. Τρίτον, επειδή οι πιέσεις που ασκήθηκαν από την κυβέρνηση όλο το διάστημα που προηγήθηκε του πλειστηριασμού ήταν σκανδαλώδεις: οι άνθρωποι ήθελαν ή να μας ελέγξουν ή να μας κλείσουν. Αλλά υπάρχει κι ένας τέταρτος λόγος.
Και αυτός είναι η πεισματάρικα πρωταγωνιστική παρουσία του «έμψυχου υλικού», που στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό σε συναισθηματικούς λόγους. Δεν υπάρχει λόγος να επεκταθεί κανείς σε κάτι που αφορά μόνο έναν μικρόκοσμο. Τα έγραψε χθες κι ο Πρετεντέρης. Ο τρόπος πάντως που οι εργαζόμενοι του ΔΟΛ συμπεριφέρθηκαν όλους αυτούς τους μήνες της ανασφάλειας και του άγχους σίγουρα δεν ήταν «καπιταλιστικός». Το βεβαιώνει ένας αυτόπτης.
Η συνέχεια θα είναι ασφαλώς διαφορετική –και άκρως καπιταλιστική. Η αγορά των μέσων ενημέρωσης αλλάζει όχι μόνο επειδή εισέρχονται νέοι παίκτες, και δυσκολεύονται να εισέλθουν άλλοι, αλλά επειδή αλλάζουν με αστραπιαία ταχύτητα οι όροι του παιχνιδιού. Χθες, για παράδειγμα, η διεύθυνση των «Νιου Γιορκ Τάιμς» ανακοίνωσε ότι θα καταρτίσει ένα πρόγραμμα εθελούσιας εξόδου προκειμένου να μειώσει τον αριθμό των συντακτών και να προσλάβει άλλους 100 ρεπόρτερ. Ο ίδιος ο εκδότης Αρθουρ Σουλτσμπέργκερ γνωστοποίησε επίσης ότι καταργείται η θέση του συνήγορου του αναγνώστη, που είναι ξεπερασμένη, και δημιουργείται ένα «Κέντρο του Αναγνώστη» που θα εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο καλύπτονται τα γεγονότα και θα καλεί τους αναγνώστες να συμβάλουν με τις δικές τους φωνές.
Η ιστορική εφημερίδα κλιμακώνει παράλληλα τη σταδιακή μετάβασή της από τη χάρτινη μορφή σε ένα ψηφιακό newsroom. Ανάλογες κινήσεις κάνουν και άλλες μεγάλες εφημερίδες, αντιδρώντας στην πτώση της διαφήμισης, αλλά κυρίως στη διαπίστωση ότι η ενημέρωση γίνεται πλέον με πολλούς εναλλακτικούς τρόπους. Την ίδια στιγμή, η έναρξη της εποχής Τραμπ και τα fake news που τη συνοδεύουν καθιστούν αναγκαία την αναθεώρηση των κωδίκων δημοσιογραφικής ηθικής. Γιατί χρειάστηκαν τόσον καιρό οι δημοσιογράφοι για να αποκαλέσουν τα ψέματα του Τραμπ με το όνομά τους; Γιατί η ηθική κρίση ενός δημοσιογράφου εξακολουθεί να θεωρείται ύποπτη;
Οι προβληματισμοί αυτοί έχουν μοιραία απήχηση και στη χώρα μας, έστω κι αν η κατάσταση εδώ είναι πολλαπλώς πιο πρωτόγονη. Οι προκλήσεις πάντως δεν είναι πολύ διαφορετικές. Στο πολύπαθο μαγαζί μας, είμαστε ετοιμοπόλεμοι.