Οταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης εξελέγη, τον Σεπτέμβριο του 1984, αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, ως «αντι-Ανδρέας», τα ελληνικά 80s άρχισαν ξαφνικά να αποκτούν ένα άρωμα 60s. Στην κεντρική πολιτική σκηνή, τουλάχιστον.

Οι γαλάζιοι βαρόνοι έλεγαν «πάσσαλος πασσάλω εκκρούεται» και πoντάριζαν στην πόλωση. Ο Ανδρέας απάντησε την επομένη κιόλας ημέρα της εκλογής του αντιπάλου του, από το βήμα της ΔΕΘ. «Αποτελεί δείγμα εκφυλισμού της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της ΝΔ» –είχε πει –«ότι εξέλεξε για αρχηγό της έναν Εφιάλτη». Τα παλιά πάθη επέστρεφαν, οι δαίμονες αφυπνίζονταν, η πολιτική ζωή έμπαινε στον αστερισμό μιας άγριας πόλωσης, με μια ελαφριά πατίνα παλιάς ασπρόμαυρης ταινίας. Σαν η ημιτελής ελληνική δεκαετία του ’60 να γύριζε για να πάρει την εκδίκησή της. Και φάνηκε να την παίρνει όταν ο ανακριτής της υπόθεσης Λαμπράκη διαδεχόταν στο Προεδρικό Μέγαρο τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, με τις ψήφους και του ΚΚΕ.

Αλλά η Ιστορία πήρε άλλη τροπή. Η εκλογή Σαρτζετάκη και οι βουλευτικές εκλογές που ακολούθησαν, τον Ιούνιο του ’85, ήταν ένα σημείο καμπής. Η Αριστερά ένιωσε να πνίγεται στην ατμόσφαιρα της πόλωσης και της αναπαλαίωσης του συνδρόμου αντιδεξιάς συσπείρωσης, διέγνωσε τον κίνδυνο της συμπίεσής της στον άχαρο ρόλο των «λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων» και αποφάσισε να δραπετεύσει από τον ρόλο. Ο Μητσοτάκης της προσέφερε την ευκαιρία. Στο τιμόνι μιας παράταξης με αυταρχικό παρελθόν, κρατικιστική ιδεολογία και τον αντικομμουνισμό του χωροφύλακα στο DNA της, βρισκόταν ένας «εξωτικός» –ένας φιλελεύθερος που, αν και τον βάραιναν αμαρτίες άλλες, ήταν αθώος της αμαρτίας του αντικομμουνισμού. Οι δημοτικές εκλογές του 1986 ήταν η πρόβα τζενεράλε, όταν η άρνηση της Αριστεράς να υποστηρίξει τους υποψηφίους του ΠΑΣΟΚ στον δεύτερο γύρο άνοιξε τον δρόμο για την πρωτοφανή νίκη της Δεξιάς στους τρεις μεγάλους δήμους. Κι έπειτα ήρθε το μεγάλο, μοιραίο δράμα του 1989. Ο παροξυσμός της πόλωσης, που ήταν κάτι σαν η αποκορύφωση των παθών και η απομίμηση των ηθών του ’60 μα ταυτόχρονα, με τη συμμετοχή του Συνασπισμού στη βραχύβια κυβέρνηση Τζαννετάκη, ήταν η άρνησή τους, η υπέρβασή τους. Δίχως χάπι εντ.

Κι έπειτα, η Ιστορία άρχισε να κινείται και πάλι. Οταν ο παροξυσμός μαράθηκε κάπως, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, σαν να βγαίναμε από ένα γερό μεθύσι μ’ ένα βαρύ hangover, το κλίμα άλλαξε. Οροι, όπως «το τέλος των δεινοσαύρων» ή «το τέλος της Μεταπολίτευσης» άρχισαν να κυκλοφορούν ευρέως. Σαν η χώρα να ήθελε να απαλλαγεί από ό,τι η φοβερή κληρονομιά των προδικτατορικών χρόνων είχε αφήσει στη Μεταπολίτευση και από τους πολιτικούς ηγέτες που της θύμιζαν τα παλιά και, στα μάτια μας, έμοιαζαν καθηλωμένοι στα λάθη και τα πάθη εκείνης της φοβερής εποχής.

Τα ιερά τέρατα άρχισαν ένα ένα να αποχωρούν από τη σκηνή. Ο Καραμανλής ολοκλήρωσε τη θητεία του το 1995 και απεβίωσε το 1998. Ο Ανδρέας Παπανδρέου έφυγε το 1996. Ο Χαρίλαος, από το 1991, είχε περάσει, σιωπηλός, στην εφεδρεία. Και ο Μητσοτάκης, που είχε αποσυρθεί μετά την εκλογική ήττα του 1993, έμεινε επί 20 ολόκληρα χρόνια μόνος, με την άνεση να μιλά χωρίς οι υπόλοιποι να μπορούν να του απαντήσουν, αλλά και με την υποχρέωση, παράξενη υποχρέωση, να μιλά και εξ ονόματός τους. Ως εκπρόσωπος της «σειράς» τους. Διαμόρφωσε, έτσι, για τον εαυτό του έναν καινούργιο ρόλο. Εκείνου που μιλά δημόσια, παρεμβαίνει, συμβουλεύει, χωρίς να μετέχει άμεσα στα πολιτικά πάθη της εποχής.

Οσο πολωτική ήταν η παρουσία του στην ενεργό πολιτική, τόσο μετριοπαθής, κατευναστική, συναινετική ήταν η δημόσια παρέμβασή του, αυτά τα 20 τελευταία χρόνια. Οσο συνδεδεμένη με διχασμό ήταν η πρώτη του ζωή, η δεκαετία του ’60, αλλά και η δεύτερη, η δεκαετία του ’80, τόσο η τρίτη ζωή του Μητσοτάκη ήταν αυθεντικά κεντρώα, φιλελεύθερη, ανεκτική.

Την επομένη της κρίσης των Ιμίων, για παράδειγμα, όταν το κόμμα του παραδιδόταν στον πατριωτικό οίστρο και το «Γουδή» επέστρεφε ως σύνθημα τιμωρίας των «προδοτών», εκείνος παρενέβη υποστηρίζοντας τους χειρισμούς της κυβέρνησης Σημίτη. Οταν η χρεοκοπία, που σερνόταν χρόνια στο ημίφως ως κίνδυνος ήρθε στο φως ως άμεση απειλή, οι παρεμβάσεις του δεν ήταν αντιπολιτευτικές της κυβέρνησης Παπανδρέου, ήταν παραινέσεις συμφιλίωσης όλων με την πραγματικότητα. Και μετά, στα χρόνια της «αγανάκτησης», όταν μιλούσε δημόσια, έλεγε με τον τρόπο του αυτό που του έγραψε, στη γλώσσα του Ομήρου, ο Μανώλης Γλέζος στο ωραίο τελευταίο γράμμα του – πως είναι ακοινώνητος, ανόσιος και άπατρις όποιος αγαπά τον φρικτό εμφύλιο πόλεμο.

Ο Μητσοτάκης αυτών των 20 τελευταίων χρόνων είναι που μνημονεύεται αυτές τις ημέρες στις πολλές νεκρολογίες και στα αφιερώματα. Οχι γιατί πρέπει να σβηστούν τα παλιά, να συγχωρεθούν τα λάθη, να ξεχαστούν οι μέρες της αποστασίας. Η Ιστορία δεν σβήνεται. Ούτε επειδή, στη γλώσσα του Δημοσθένη, προς γαρ το τελευταίον εκβάν έκαστον των πριν υπαρξάντων κρίνεται. Αλλά γιατί, στη φάση που βρισκόμαστε, έχοντας πιει όπως οι γάτες του Αϊ-Νικόλα του Σεφέρη «αιώνες φαρμάκι» μέσα σε επτά χρόνια, έχουμε ανάγκη από μια στιγμή καταλλαγής, από ένα διάλειμμα στον εμφύλιο. Και προπάντων γιατί, αφού τους καταραστήκαμε και βιαστήκαμε να απαλλαγούμε από τον ίσκιο τους, φθάσαμε τώρα, με τα παθήματα των τελευταίων χρόνων και τα κατορθώματα των κατοπινών, να νοσταλγούμε εκείνη την γενιά των ηγετών που είχαν ζήσει τον Πόλεμο, την Κατοχή και τη μεγάλη τραγωδία του Εμφυλίου.

Ηταν μια γενιά που τη βάραιναν λάθη και πάθη και αμαρτίες μεγάλες. Κουβαλούσε τα σημάδια της εποχής της ανάπηρης, καχεκτικής μετεμφυλιακής δημοκρατίας και τα κουσούρια του παλιού, ημιφεουδαρχικού πολιτικού κόσμου, με τα πελατειακά του δίκτυα. Μα τώρα πια, εμείς που τους αμφισβητήσαμε καταλαβαίνουμε πως η προσωπικότητά τους δεν ήταν μόνον το άθροισμα των παθών και των φιλοδοξιών τους. Καταλαβαίνουμε πως είχαν μια σοφία που προερχόταν από τη βιωμένη εμπειρία τους. Είχαν δει τη χώρα συντρίμμια και είχαν μάθει το πικρό μάθημα πως τίποτε δεν είναι δεδομένο, χαρισμένο για πάντα. Ούτε καν η Δημοκρατία. Πολύ λιγότερο, μάλιστα, η Δημοκρατία. Είχαν βιώσει το τραγικό και αυτό τους έδινε μιαν αίσθηση των ορίων.

Το ερώτημα είναι πώς αυτό το βίωμα μπορεί να εσωτερικευθεί ως μάθημα από τους κατοπινούς, που –όπως έλεγε ο Μητσοτάκης –«γεννήθηκαν στα πούπουλα, μεγάλωσαν στα εύκολα, στην καλύτερη εποχή όλης της ελληνικής Ιστορίας». Και μερικές φορές μοιάζει να βιάζονται να γράψουν τον επίλογό της.