Τα πρόσφατα μέτρα θα εφαρμοστούν μετά τη λήξη του προγράμματος. Οι γερμανικές εκλογές είναι το φθινόπωρο. Επομένως, υπάρχει περιθώριο μερικών μηνών (μετά δηλαδή τις γερμανικές εκλογές) ώστε να αποφασιστεί, σχεδιαστεί η αναρρύθμιση του ελληνικού χρέους. Περιθώριο δε, πάνω από έναν χρόνο διαβούλευσης, για τις αποφάσεις εφαρμογής αυτής της αναρρύθμισης. Το χρέος αναγκαστικά θα ανασχεδιαστεί, αναμορφωθεί, αναρρυθμιστεί ώστε να καταστεί βιώσιμο –κυρίως επιτρεπτικό στη βιώσιμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας –μετά τις γερμανικές εκλογές και η περίοδος εφαρμογής θα αρχίσει μετά τη λήξη του προγράμματος. Πού τα χαλάμε; Στο ότι πρέπει να υπάρξει ΤΩΡΑ μια ευκρινέστερη, σαφέστερη περιγραφή για την κατεύθυνση αναρρύθμισης και το προφίλ του χρέους, ώστε να μπούμε στην ποσοτική χαλάρωση, το QE, δηλαδή να ενταχθούμε στον κύκλο επιείκειας, ήτοι αξιοπιστίας, από τον κύκλο τιμωρίας τόσων χρόνων. Ελπιδοφόρα νεύματα.
Το προσδοκώμενο από την ελληνική πλευρά κείμενο, σε τεχνικό και πολιτικό επίπεδο, πρέπει να γεφυρώνει όλες τις άλυτες αντιφάσεις, τόσο της ευρωζώνης όσο και της τεχνικής με την οποία προσπαθεί να επιλύσει την κρίση οικονομίας και ταυτότητας. ΔΝΤ, Βορράς, Νότος – Ελλάδα. Αυτό το αναμορφούμενο πολύπλευρο πρέπει να κουμπώσει στο κείμενο που παράλληλα θα (πρέπει να) αποτελεί και μια ποιοτικά ευκρινέστερη δέσμευση ή περιγραφή του χρέους και των σεναρίων επίλυσης. Και αυτό είναι πολιτικό στοιχείο που ορθά διεκδικείται από την ελληνική πλευρά. Πού μπλέκεται το πράγμα; Στα δευτερεύοντα και μικροπολιτικά. Αφενός στο άγχος πολλών να γίνουν πιο περιγραφικοί και πιο ευχάριστοι λέγοντας πράγματα αβέβαια και αναποφάσιστα ως προς τα περιεχόμενα και τις επιπτώσεις τους στη δομή της οικονομίας, αφετέρου σε μια σκληρότατη, κοντόφθαλμη και αιχμαλωτιστική πολιτική αντιπολίτευση, που καθηλώνει τη συζήτηση όχι στο πραγματικό, όχι στο αναγκαίο, αλλά στο «τι είπες» ή πώς μεταφράστηκε αυτό που είπες μιντιακά. Πράγματι, τεράστιοι πολιτικοί «πόροι» ξοδεύονται για να αναδιατυπωθούν κουβέντες, κατηγορηματικές δηλώσεις, που είτε ξέφυγαν είτε διαστρεβλωτικά παραποιήθηκαν. Ο αντιπολιτευτικός λόγος αναπτύσσεται σε δύο πεδία, εξίσου ρηχά και θνησιγενή: «Τι έλεγες παλιά – τι κάνεις τώρα». Ξεπερνώντας βεβαίως έντεχνα το «τι βρήκες, τι συνάντησες, ποια ήταν η πραγματική κατάσταση». Οργανώνεται έτσι ένα νεφέλωμα, πολύ φτωχό για να στηριχθεί κανείς πάνω του.
Τι χάνεται; Το τέμπο και πιθανόν το θέρος. Γιατί αν χαθεί η τουριστική «έκρηξη» και δεν στεφθεί με επενδυτικές λειτουργίες (όχι μόνο καινούργιες επενδύσεις, αλλά κυρίως αυξητική απόδοση των ενεργών επενδύσεων), νομίζω, αποδυναμώνονται η οικονομική ορμητικότητα, οι επενδυτικοί ρυθμοί, που οργανώνουν όχι μόνο τη ροή χρημάτων όσο την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, το κλίμα, την οικονομική ρυθμική. Για στενοκέφαλους «οικονομιστές» αυτά φαντάζουν ψιλά γράμματα, για άλλους φαίνεται ένας ακραιφνής, στα ιδεολογικά του προλεγόμενα, καπιταλισμός. Ομως πάνω στην παραγωγική απερήμωση, τη νέκρα που έχει απλωθεί τόσα χρόνια, ο τόπος μας έχει ανάγκη από διαφορετικό δημόσιο οικονομικό χώρο. Οχι μόνο να γίνεται κάτι, αλλά και να θεάται, να γίνεται κοινωνικά ορατό, καταληπτό.
και πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων