Η παρέμβαση στη Φρανκφούρτη ήταν μελετημένη σε κάθε λέξη της. Δεν είχε τον χαρακτήρα έκκλησης προς δανειστές. Επρόκειτο περισσότερο για διαπιστώσεις και προβλέψεις ως προς την εξέλιξη των πραγμάτων εάν οι πόρτες των αγορών παραμείνουν κλειστές για την Αθήνα. Ο λόγος ισορροπούσε ανάμεσα στην εικόνα του πολιτικού και του τεχνοκράτη. Το Βερολίνο και το ΔΝΤ πρέπει, επιτέλους, να καταλάβουν. Ωστόσο, κεντρικός αποδέκτης αυτής της παρέμβασης του Ευκλείδη Τσακαλώτου ήταν η ΕΚΤ. Ο Μάριο Ντράγκι και ο Μπενουά Κερέ έχουν μια λύση στα χέρια τους και βρίσκονταν στην πρώτη σειρά του ακροατηρίου. Φεύγοντας από το διεθνές συνέδριο του Economist για τη δική τους έδρα, μερικά τετράγωνα πιο κάτω, θα μπορούσαν να δρομολογήσουν κάποιες θετικές εξελίξεις. Η προσέγγιση του Γιάννη Στουρνάρα, άλλωστε, για ενεργοποίηση κι έναν μεσολαβητικό ρόλο στην ΕΚΤ, είχε ήδη ξεκινήσει από την Αθήνα. Χωρίς απαραιτήτως οι λεπτομέρειες να έχουν συζητηθεί με το Μέγαρο Μαξίμου –όχι από τον διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, αλλά από τον υπουργό Οικονομικών.

Ο Τσακαλώτος απέφυγε στη Φρανκφούρτη τις εξάρσεις, δημιουργώντας σε πολλούς την αίσθηση μιας κόπωσης –που ερμηνεύτηκε και ως δείγμα πολιτικής απόγνωσης. Στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις, ωστόσο, οι περισσότεροι αντελήφθησαν ότι αυτό είναι το στυλ του υπουργού με την αγγλοσαξονική προφορά και σκέψη. Στα όργανα του ΣΥΡΙΖΑ το βλέπουν διαφορετικά: η μεταφορά στα ελληνικά των αγγλικών του Ευκλείδη αποσυντονίζει και αρκετοί περιμένουν την 15η Ιουνίου ως «ημέρα της κρίσης» και για τον υπουργό. Η διάσταση με τον αναπληρωτή του, Γιώργο Χουλιαράκη, επανέρχεται στο προσκήνιο και η προοπτική της μετακόμισης τροφοδοτεί νέες συζητήσεις. Ο Χουλιαράκης είχε σοβαρές επιφυλάξεις για τον χριστουγεννιάτικο «μποναμά» στους χαμηλοσυνταξιούχους και ακόμη μεγαλύτερες ενστάσεις για την πολύμηνη παράταση των διαπραγματεύσεων. Ο Τσακαλώτος είχε κινηθεί με την προσδοκία ότι η καθυστέρηση όλο και κάτι καλό θα φέρει. Στην Κουμουνδούρου αναγνωρίζουν την προσπάθεια, αντιλαμβάνονται τη στόχευση, αλλά δεν βλέπουν τη δικαίωσή του.

Στις Βρυξέλλες, τη Φρανκφούρτη και το Βερολίνο, η εικόνα του Τσακαλώτου είναι ισχυρότερη από ποτέ –το πιο δυνατό asset της κυβέρνησης Τσίπρα και ο πιο αξιόπιστος συνομιλητής στην Αθήνα. Το γνωρίζει καλά και ο Αλέξης Τσίπρας. Στο Eυrogroup και τα διεθνή πάνελ, ο υπουργός Οικονομικών δεν εμφανίζεται ως επικεφαλής της αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ. Οι αναλύσεις στους ομολόγους δεν ακολουθούν τις παρουσιάσεις στους 53+. Ισως εξηγεί και τη διαφορετική ανάγνωση της παρέμβασης στη Φρανκφούρτη που έκανε η εγχώρια ομάδα σε σχέση με το διεθνές ακροατήριο του Economist: οι σύντροφοι δεν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στην αδυναμία του Ευκλείδη να βρει το τέρμα στο γήπεδο του χρέους, αλλά στην εικόνα ενός υπουργού που βλέπει εαυτόν όχι ως παίκτη, αλλά ως προπονητή της ομάδας. Το κοουτσάρισμα ανοίγει κι άλλες συζητήσεις.

Από τη Φρανκφούρτη ο Τσακαλώτος επέστρεψε χωρίς αναπτερωμένο ηθικό. Η οριστική λύση για το χρέος έχει ουσιαστικά φύγει από το τραπέζι και πλέον η προσπάθεια επικεντρώνεται σε μια φόρμουλα που θα μείωνε τις αντιστάσεις του ΔΝΤ και θα επέτρεπε στην ΕΚΤ να ανοίξει την πόρτα της ποσοτικής χαλάρωσης. Δεν είναι εύκολο εγχείρημα, πολύ περισσότερο από τη στιγμή που το Βερολίνο δεν ενδιαφέρεται να πιέσει τη Λαγκάρντ για μια μεσοβέζικη λύση. Χωρίς χρέος και χωρίς QE, ο Τσίπρας δεν έχει αφήγημα και ο Τσακαλώτος εγγυητική επιστολή για τις αγορές. Κάπως έτσι, η συζήτηση για μια μετακίνηση στο υπουργείο Εξωτερικών αποκτά νόημα, έστω κι αν φαίνεται δύσκολος στόχος. Το αντιλαμβάνεται κανείς κι από τη μουρμούρα στο νεοκλασικό της Βασιλίσσης Σοφίας.