Ξημερώματα 16ης Ιουνίου. Λουξεμβούργο. Υστερα από μια ακόμα μαραθώνια συνεδρίαση του Eurogroup, ο Γερούν Ντεϊσελμπλούμ ανακοινώνει την επίτευξη συμφωνίας για την Ελλάδα με άμεση εκταμίευση μιας σούπερ δόσης 10 δισ. ευρώ, συμβιβασμό επί των διατυπώσεων στο θέμα του χρέους, ο οποίος δεν ανοίγει τον δρόμο για ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, ούτε για πλήρη συμμετοχή του ΔΝΤ, και δίνει ραντεβού τον Σεπτέμβριο για την επόμενη αξιολόγηση.

Ενα ήρεμο καλοκαίρι ξεκινά. Η κυβέρνηση έχει αναγκαστεί να συνθηκολογήσει σε μια παραλλαγή της εκδοχής λύσης την οποία είχε απορρίψει στις 22 Μαΐου. Αναζητά το νέο αφήγημα προκειμένου να καλύψει το αδιέξοδο στο οποίο εγκλωβίστηκε, στο τέλος του οποίου έμεινε χωρίς καθαρό διάδρομο για το χρέος, με σκληρά μέτρα 4,9 δισ. ευρώ, τα οποία ο Πρωθυπουργός έχει υιοθετήσει πλήρως (αυτή η συμφωνία είναι δική μας, έχει πει στη Βουλή) και κυρίως με την ορατή απειλή ενός νέου Μνημονίου. Ελπίζει όμως ότι μετά τις γερμανικές εκλογές το σκηνικό θα αλλάξει.

Το παραπάνω σενάριο υπάρχουν ακόμα πολλές μέρες για να ανατραπεί. Είτε προς μια ελαφρώς καλύτερη εκδοχή είτε προς μια ακόμα χειρότερη. Επί του παρόντος, όμως, είναι αυτό το οποίο περιγράφουν ως το επικρατέστερο ευρωπαϊκές πηγές (το Bloomberg χθες υποστήριξε ότι η Ελλάδα δύσκολα θα πάρει μια καλύτερη λύση από αυτή που της προτάθηκε στις 22 Μαΐου) και σκιαγράφησε με περισσή σαφήνεια ένας από τους πέντε σοφούς του Βερολίνου.

Ο Λαρς Φελντ, ένας από τους πέντε σοφούς του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων της γερμανικής κυβέρνησης, με συνέντευξή του στην «Deutsche Welle» είπε χθες μεταξύ άλλων: «Κάποια συμφωνία θα πρέπει να υπάρξει στις 15 Ιουνίου, ακόμη κι αν είναι μόνο τυπική. Δεν πιστεύω όμως ότι στις 15 θα αποφασιστούν ήδη μέτρα ελάφρυνσης του χρέους. Κατά συνέπεια, αυτό θα σημαίνει ότι το ΔΝΤ δεν θα είναι διατεθειμένο να διαθέσει πόρους και άλλα δάνεια στην Ελλάδα. Αυτό σημαίνει μια συμβιβαστική φόρμουλα, βάσει της οποίας το ΔΝΤ θα παραμείνει τυπικά στο πρόγραμμα, αλλά θα εκταμιεύσει χρήματα το 2018. Αυτό είναι στα όρια του εφικτού. Η πρόταση κατατέθηκε ήδη κατά την τελευταία συνάντηση, αλλά η Ελλάδα δεν μπορούσε να την αποδεχτεί. Τώρα όμως ενδεχομένως να βρεθεί λύση προς αυτή την κατεύθυνση».

Στην κατεύθυνση αυτή ενδέχεται να συμβάλει μια συμβιβαστική πρόταση την οποία φέρεται να έχει υποβάλει η γαλλική κυβέρνηση (το σχέδιο αποκάλυψε η «Handelsblatt»), σύμφωνα με την οποία τα μέτρα για το χρέος θα συνδεθούν σε βάθος χρόνου με τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Αν επιτυγχάνεται επαρκής ανάπτυξη, εφόσον τα πρωτογενή πλεονάσματα παραμείνουν στη ζώνη του 2% του ΑΕΠ ακόμα και μετά το 2022, τα πρόσθετα μέτρα θα είναι αχρείαστα. Αν η ανάπτυξη κινείται στη ζώνη των προβλέψεων του ΔΝΤ (1%), τότε θα έρχονται οι παρεμβάσεις στο χρέος να δώσουν προοπτική στην οικονομία.

Κατά την εκτίμηση του γερμανού υπουργού Οικονομικών, το ζητούμενο δεν είναι οι παρεμβάσεις στο χρέος, αλλά οι μεταρρυθμίσεις και η ανάπτυξη. Αν η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται με ρυθμό 1% για τα επόμενα 40 χρόνια, τότε τα προγράμματα είναι μάταια, είπε προ ημερών ο Σόιμπλε.

Αυτή του η διατύπωση, σε συνδυασμό με την ενισχυμένη ρητορική των τελευταίων ημερών από όλους τους εμπλεκόμενους θεσμούς στο ελληνικό ζήτημα περί της ανάγκης επιμονής στις μεταρρυθμίσεις, τήρησης των δεσμεύσεων και υιοθεσίας του προγράμματος, φέρνει σε πρώτο πλάνο τις νέες προκλήσεις τις οποίες θα κληθεί σύντομα να διαχειριστεί η κυβέρνηση.

Η τρίτη αξιολόγηση από Σεπτέμβριο – Οκτώβριο (με την ελπίδα να μην ολοκληρωθεί του χρόνου το καλοκαίρι) θα αναδείξει μια σειρά από μεταρρυθμίσεις ιδίως στο πεδίο των αποκρατικοποιήσεων και των εργασιακών.

Ακόμα και εάν η κυβέρνηση καταφέρει να διαχειριστεί πολιτικά την ήττα στο χρέος (σε σχέση με τις τόσο υψηλές προσδοκίες τις οποίες η ίδια καλλιέργησε), σύντομα θα βρεθεί αντιμέτωπη και πάλι με τον ίδιο της τον εαυτό. Κι αυτό στο καλύτερο σενάριο, όπου δεν θα ανακύψουν νέες απαιτήσεις δημοσιονομικών μέτρων από το ΔΝΤ, το οποίο δεν έχει μεταβάλει τις εκτιμήσεις του, σύμφωνα με τις οποίες δεν επιτυγχάνεται πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2018.