Οι 22χρονοι Σκωτσέζοι που θα προσέλθουν στις κάλπες στις 8 Ιουνίου θα έχουν ήδη ψηφίσει άλλες έξι φορές στη ζωή τους: Σε δύο δημοψηφίσματα (Ανεξαρτησίας το 2014 και Brexit το 2016), δύο εθνικές εκλογές (για το βρετανικό και σκωτσέζικο Κοινοβούλιο το 2015 και 2016 αντίστοιχα), στις ευρωεκλογές το 2014, και τις δημοτικές εκλογές πριν μερικές εβδομάδες.

Ο πολιτικός χρόνος υπήρξε πυκνός και ταραχώδης την τελευταία τριετία στη Μεγάλη Βρετανία, μία χώρα που περηφανεύεται πως η δημοκρατία της οφείλει την ποιότητά της στην αργή και σχετικά ομαλή ιστορική της εξέλιξη. Το τοπίο αλλάζει πια διαρκώς και γρήγορα. Με εξαίρεση τα εθνικά κόμματα της Ουαλίας και της Σκωτίας, οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις κατεβαίνουν στις εκλογές του Ιουνίου με διαφορετικό αρχηγό από εκείνον που είχαν το 2015.

Το 2010, όταν σχηματίστηκε η πρώτη κυβέρνηση συνασπισμού ύστερα από εβδομήντα χρόνια στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι περισσότεροι προεξοφλούσαν το τέλος του δικομματισμού και τη σταδιακή επικράτηση των κυβερνήσεων συνεργασίας. Η συμμαχία των Συντηρητικών με τους Φιλελεύθερους θα ήταν βραχύβια και ασταθής, αλλά θα λειτουργούσε πιλοτικά για την επόμενη συμμαχική κυβέρνηση. Τα δύο κόμματα φρόντισαν να περάσουν σχεδόν όλους τους δύσκολους νόμους στην αρχή της θητείας τους. Ανάμεσά τους και σημαντική εκλογική νομοθεσία. Θέσπισαν το «Fixed-term Parliament», την προκαθορισμένη χρονικά κοινοβουλευτική θητεία. Εθεσαν επίσης, σε δημοψήφισμα, ύστερα από αίτημα των Φιλελεύθερων, το ερώτημα της αντικατάστασης του πλειοψηφικού εκλογικού νόμου («First Past the Post») από ένα νέο εκλογικό σύστημα, πιο αναλογικό, και περισσότερο φιλόξενο στις μικρότερες πολιτικές δυνάμεις.

Ο κόσμος όμως καταψήφισε την προτεινόμενη αλλαγή και πριν από μερικές εβδομάδες η πρωθυπουργός με την αιφνιδιαστική προσφυγή στις κάλπες ακύρωσε στην πράξη την αρχή του «Fixed Τerm Parliament».

Παρ’ όλα αυτά, η κυβέρνηση Κάμερον – Κλεγκ τα κατάφερε στο μέτωπο της οικονομίας, προχώρησε σε φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις και ολοκλήρωσε χωρίς δράματα την πενταετή θητεία της. Το πείραμα της συγκυβέρνησης πέτυχε, αλλά η προεξοφλούμενη επόμενη συμμαχική κυβέρνηση δεν προέκυψε ποτέ. Ο Κάμερον κέρδισε τις εκλογές του 2015 με απόλυτη πλειοψηφία. Η αναπάντεχη και οριακή αυτοδυναμία δεν οφειλόταν απλώς στην υπόσχεσή του για τη διενέργεια του δημοψηφίσματος, και το άνοιγμα στο UKIP. Το κόμμα του Φάρατζ όχι μόνο δεν πιέστηκε αλλά σημείωσε και την καλύτερη επίδοσή του σε εθνικές εκλογές, με 12,6%. Ο Κάμερον χρωστά σε μεγάλο βαθμό την εκλογική του επιτυχία στους Φιλελεύθερους Δημοκράτες. Οι τελευταίοι τον ψήφισαν μαζικά επιδοκιμάζοντας το μοντέρνο και μεταρρυθμιστικό του προφίλ. Ο πρώην πρωθυπουργός εξασφάλισε την οριακή του πλειοφηφία –και κατά συνέπεια την απρόσκοπτη διενέργεια του δημοψηφίσματος χωρίς το πιθανό βέτο ενός κυβερνητικού εταίρου –κερδίζοντας τις 27 από τις 39 έδρες που έχασαν οι Lib Dems σε αγγλικό έδαφος. Αν θέλει κανείς να εντοπίσει τον εφησυχασμό της φιλελεύθερης μεσαίας τάξης απέναντι στην προέλαση του λαϊκισμού, θα πρέπει να ανατρέξει στην ψήφο της 7ης Μαΐου 2015. Στην πλέον παράδοξη συγκυρία της τελευταίας τριετίας, το Brexit ξεκίνησε ουσιαστικά με την ψήφο εμπιστοσύνης του κατεξοχήν φιλευρωπαϊκού βρετανικού κόμματος στους εκσυγχρονιστές Τόρις.

Στην ίδια αναμέτρηση, το UKIP, οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι ψηφίστηκαν από 7,4 εκατομμύρια πολίτες, συγκέντρωσαν το 24,3% της συνολικής ψήφου, αλλά εξέλεξαν μόλις 10 βουλευτές. Η συζήτηση για τον παρωχημένο χαρακτήρα του εκλογικού νόμου αναζωπυρώθηκε. Το «First Past the Post» στερούσε μεν από το ξενοφοβικό και διχαστικό UKIP τον ρόλο του ρυθμιστή της πολιτικής ζωής, αλλά η αναλογικότητα της λαϊκής ψήφου είχε πια προσλάβει σουρεαλιστική διάσταση: τέσσερα εκατομμύρια ψήφοι έδωσαν στο κόμμα μία μόλις έδρα!

Μέσα σε αυτό το πολιτικό κλίμα, ήρθε το Brexit, θέτοντας θεμελιώδη ερωτήματα για την ίδια την εκπροσώπηση της λαϊκής βούλησης, και όχι απλά για την αναλογικότητά της. Την ημέρα του δημοψηφίσματος, 480 βουλευτές (ανάμεσά τους και η Τερίζα Μέι) ψήφισαν Remain. Στις 9 Φεβρουαρίου, 494 βουλευτές υπερψήφισαν τον νόμο για το Brexit.
Η Κοινοβουλευτική Ομάδα των Εργατικών είχε ήδη βιώσει το υπαρξιακό δίλημμα που προκαλεί η αδυναμία συγχρονισμού της πολιτικής ηγεσίας με τη βούληση της εκλογικής βάσης. Τα μέλη του κόμματος εξέλεξαν τον Τζέρεμι Κόρμπιν με συντριπτικά ποσοστά, αλλά οι βουλευτές στη συνέχεια απέσυραν την εμπιστοσύνη τους προς το πρόσωπό του, με εξίσου εμφατικό τρόπο (την πρόταση μομφής υπερψήφισαν οι 172 από τους 232 βουλευτές). Η βάση όμως τον υπερψήφισε εκ νέου και με ελαφρώς μεγαλύτερο ποσοστό από την πρώτη φορά.

Ο προκάτοχος του Κόρμπιν, Εντ Μίλιμπαντ, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα για τη θέση στην οποία βρίσκονται σήμερα πολλοί υποψήφιοι βουλευτές. Είναι ένας Labour που ψήφισε Remain, ενώ η εκλογική του περιφέρεια Brexit με ποσοστό 70%. Λογοδοτεί σε μία κομματική βάση η οποία εκλέγει με συντριπτικά ποσοστά τον υποψήφιο πρωθυπουργό Κόρμπιν, που ο ίδιος καταψήφισε ως ακατάλληλο για αρχηγό κόμματος.

Θα περίμενε κανείς ότι μέσα σε αυτό το θρυμματισμένο και ακαταλαβίστικο τοπίο, η λαϊκή ψήφος θα ήταν διασπαρμένη. Κι όμως, η εμπιστοσύνη προς τα δύο μεγάλα παραδοσιακά κόμματα έχει αποκατασταθεί. Αν επαληθευτούν κάποιες από τις δημοσκοπήσεις, ο δικομματισμός θα κάνει ρεκόρ 34ετίας.

Είναι μία πολιτική μονομαχία παλιάς κοπής, ανάμεσα σε Tories και Labour, και με κεντρικό σημείο αναφοράς τις προσωπικότητες των αρχηγών τους. Φαίνεται ότι οι δύο μεγάλοι εξουδετερώνουν τα αντισυστημικά κόμματα, αλλά με τίμημα τη δική τους αξιοπιστία. Στις 8 Ιουνίου, ο κόσμος θα κληθεί να διαλέξει ανάμεσα στην Τερίζα Μέι, μία Remainer που θέλει να φέρει εις πέρας το Brexit, και τον Τζέρεμι Κόρμπιν έναν παραδοσιακό ευρωσκεπτικιστή που προσπαθεί να το αποτρέψει στη σκληρή του εκδοχή. Οποιος κι αν κερδίσει το βράδυ της Πέμπτης, θα βρεθεί στην ίδια απίθανη πολιτική θέση το πρωί της Παρασκευής. Θα έχει εκλεγεί ως ο πλέον κατάλληλος ώστε να φέρει εις πέρας κάτι με το οποίο διαφωνεί. Από αυτή την άποψη, η επόμενη μέρα της αναμέτρησης είναι πολύ πιο συναρπαστική και απρόβλεπτη από το βράδυ των εκλογών.

Ο Θύμιος Τζάλλας είναι πολιτικός επιστήμονας – δημοσιογράφος και εργάζεται στη Hansard Society, ένα think tank με έδρα το Λονδίνο και αντικείμενο την ενίσχυση της σχέσης του βρετανικού Κοινοβουλίου με τους πολίτες